Ακρόαση άρθρου......

Η κατάχρηση ουσιών από εφήβους είναι ένα βασικό θέμα το οποίο απασχολεί όλους όσους ασχολούνται με την εφηβική συμπεριφορά, από τους ειδικούς ψυχικής υγείας που ενδιαφέρονται για τα αίτια, τις επιπτώσεις και την αντιμετώπισή της έως και τους γονείς οι οποίοι φοβούνται για την σωματική και ψυχική υγεία των παιδιών τους.

Μολονότι η χρήση ουσιών από εφήβους μπορεί να θεωρηθεί ως μέρος της φυσιολογικής ανάπτυξής τους, η συμπεριφορά αυτή αποτελεί έναν πρώιμο προβλεπτικό παράγοντα κατάχρησης ουσιών στην ενήλικη ζωή, καθώς έως και το 90% των ενηλίκων που κάνουν κατάχρηση ουσιών ξεκίνησαν τη χρήση τους ήδη από την εφηβεία (Countryman, 2005).

Οι έφηβοι, μην έχοντας φτάσει σε ένα ώριμο επίπεδο ελέγχου των σκέψεων, των συναισθημάτων και των παρορμήσεών τους, πειραματίζονται με την χρήση ουσιών, κάτι που τους καθιστά έναν ευάλωτο πληθυσμό για την ανάπτυξη συμπεριφορών εξάρτησης.

Ο ορισμός της κατάχρησης ουσιών

Εάν και διαφορετικές μελέτες δίνουν διαφορετικούς ορισμούς στην κατάχρηση ουσιών (Gilvarry, 2000), ένας γενικά αποδεκτός ορισμός από την επιστημονική κοινότητα είναι αυτός που δίνει ο Αμερικάνικος Ψυχιατρικός Σύνδεσμος στο DSM-IV-TR (American Psychiatric Association, 2000), ο οποίος ορίζει δύο διαφορετικές εκδοχές προβλημάτων σχετιζόμενων με τη χρήση ουσιών: κατάχρηση ουσιών και εξάρτηση από ουσίες. Για την διάγνωση της εξάρτησης από ουσίες το DSM-IV-TR απαιτεί την παρουσία συμπτωμάτων εξάρτησης για μια περίοδο 12 μηνών.

Ποια είναι τα συμπτώματα της κατάχρησης ουσιών

Ως συμπτώματα της εξάρτησης ορίζει την παρουσία τουλάχιστον τριών εκ των ακόλουθων συμπτωμάτων:

1) την ανοχή στην χρήση μια ουσίας η οποία υποδηλώνεται με την ανάγκη του ατόμου για χρήση όλο και μεγαλύτερων ποσοτήτων ουσιών ώστε να επέλθει “τοξίκωση”,

2) εμφάνιση στερητικού συνδρόμου όταν διακοπεί ή μειωθεί η χρήση,

3) το άτομο καταναλώνει μεγαλύτερες ποσότητες της ουσίας ή για μεγαλύτερο διάστημα από το οποίο ήθελε αρχικά,

4) το άτομο έχει έντονη επιθυμία να σταματήσει την χρήση της ουσίας ή κάνει αποτυχημένες προσπάθειες προς αυτό το στόχο,

4ος Κύκλος Αυτροβελτίωσης από το PSYCHOLOGY.GR
3 Ημέρες, 6 διαδικτυακά βιωματικά εργαστήρια. Γενική είσοδος: 25 ευρώ, για εγγραφές έως 31 Μαρτίου 2024

5) το άτομο επενδύει μεγάλο μέρος του χρόνου του για να αποκτήσει την επιθυμητή ουσία,

6) το άτομο αποσύρεται από κοινωνικές, εργασιακές ή προσωπικές δραστηριότητες ως αποτέλεσμα της χρήσης ουσιών,

7) το άτομο συνεχίζει να καταναλώνει τις ουσίες, παρόλο που το ίδιο γνωρίζει ότι του προκαλούν σωματικά ή ψυχολογικά προβλήματα.

Τι λένε οι έρευνες για την χρήση ουσιών και την κατάχρηση στην εφηβεία

Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες ο αριθμός των εφήβων που κάνουν χρήση ναρκωτικών ή αλκοόλ παρουσιάζει μια μείωση, αλλά τα ποσοστά χρήσης παραμένουν υψηλά (Countryman, 2005. Gilvarry, 2000). Έρευνες στις ΗΠΑ υποδεικνύουν ότι το 51% των εφήβων ηλικίας έως 18 ετών έχουν κάνει χρήση κάποιου ναρκωντικού ή αλκοόλ, τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους, το 46% έχει κάνει χρήση μαριχουάνας, ενώ ένα ποσοστό που κυμαίνεται στο 10% έχουν χρησιμοποιήσει και πιο σκληρά ναρκωτικά όπως είναι το LSD, οι αμφεταμίνες, η κοκαΐνη κ.α. (Countryman, 2005).

Παρόμοιες έρευνες στην Μεγάλη Βρετανία έφτασαν σε παρόμοια αποτελέσματα, όπου το 42,6% των ερωτηθέντων ηλικίας έως 18 ετών είχε κάνει χρήση κάποιας ναρκωτικής ουσίας ή αλκοόλ, με την κάνναβη να έχει την πρώτη θέση στις προτιμήσεις των εφήβων, ιδιαίτερα μεταξύ των καπνιστών (Gilvarry, 2000). Στην Ελλάδα, η κάνναβη παραμένει η πιο διαδεδομένη παράνομη ουσία με 2 στους 10 εφήβους να αναφέρουν εμπειρία χρήσης της (Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά, 2011).  

Βιολογικοί και ψυχολογικοί παράγοντες που ενοχοποιούνται για τη χρήση και κατάχρηση ουσιών

Άστο γι’ αύριο! Ξεπερνώντας την αναβλητικότητα στο χώρο εργασίας
Το διαδικτυακό σεμινάριο διοργανώνεται από το PSYCHOLOGY.GR, με εισηγήτρια την ψυχολόγο – ψυχοθεραπεύτρια, Άρτεμις Αντωνίου.

Ένα μεγάλο εύρος γενετικών, περιβαλλοντικών και ψυχολογικών παραγόντων αυξάνουν την πιθανότητα χρήσης και κατάχρησης ουσιών από τους εφήβους. Εδώ και αρκετές δεκαετίες η επιστημονική κοινότητα έχει εντοπίσει κάποιους γενετικούς παράγοντες που είναι πολύ πιθανό να επηρεάζουν την συμπεριφορά κάποιων ατόμων απέναντι στη χρήση ουσιών ή τα επίπεδα ανοχής τους κατά τη χρήση τους, αλλά ακόμη δεν έχουν υπάρξει ξεκάθαρα αποτελέσματα ως προς την βαρύτητα τους. Οι έρευνες στον τομέα αυτό έχουν γίνει κυρίως πάνω στο θέμα της εξάρτησης από το αλκοόλ, κυρίως λόγω των υψηλότερων ποσοστών κατάχρησης της συγκεκριμένης ουσίας.

Συγκεκριμένα, υπάρχουν ενδείξεις ότι συγκεκριμένα γονίδια εμπλέκονται στην φυσιοπαθολογία στον αλκοολισμό, επηρεάζοντας την ανοχή των ατόμων στη χρήση αλκοόλ. Ταυτόχρονα, επιδημιολογικές έρευνες υπογραμμίζουν ότι η ύπαρξη ενός αλκοολικού βιολογικού γονέα ορισμένες φορές φαίνεται να αυξάνει την πιθανότητα ανάπτυξης αλκοολικής συμπεριφοράς από τα παιδιά (Countryman 2005. Gilvarry, 2000), ενώ άλλες φορές όχι (Spooner, 2009), αποτελέσματα τα οποία αφήνουν ανοιχτό το ερώτημα της γενετικής επίδρασης στον αλκοολισμό.

Το περιβάλλον των εφήβων από την άλλη φαίνεται πως είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη συμπεριφοράς εξάρτησης από ουσίες.

Οι γονείς και τα μεγαλύτερα αδέλφια αποτελούν πρότυπα συμπεριφοράς για τα μικρά παιδιά, με αποτέλεσμα οι όποιες συνήθειες των ατόμων αυτών, και ιδιαίτερα των μεγαλύτερων αδερφών, να αναπτύσσονται και στα παιδιά κατά την εφηβική ηλικία μέσω της μίμησης προτύπων (Countryman, 2005. Spooner, 2009). Ένα βίαιο οικογενειακό περιβάλλον και η κακοποίηση του παιδιού από μέλη της οικογένειάς του αυξάνει τις πιθανότητες εξάρτησης από ουσίες (Hyuckun, 2012), ενώ αντίθετα, οι στενοί οικογενειακοί δεσμοί και ένα υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον μειώνουν αυτή την πιθανότητα (Countryman, 2005). Πέρα από το οικογενειακό περιβάλλον, οι συμπεριφορές της παρέας των εφήβων και η ανεκτικότητά τους απέναντι στη χρήση ουσιών είναι ένας εξίσου σημαντικός παράγοντας που αυξάνει την πιθανότητα κατάχρησης, δεδομένου ότι οι έφηβοι σε πολλές περιπτώσεις τείνουν να περνούν περισσότερο χρόνο με τους φίλους τους παρά με την οικογένειά τους (Countryman, 2005).

Διαφορές μεταξύ αγοριών και κοριτσιών απέναντι στις εξαρτήσεις

Τα αγόρια και τα κορίτσια παρουσιάζουν διαφορετικές συμπεριφορές απέναντι στις εξαρτήσεις, με τα αγόρια να ξεκινούν την κατανάλωση αλκοόλ νωρίτερα από τα κορίτσια και να μεθούν συχνότερα σε σχέση με τα κορίτσια της ηλικίας τους. Το ίδιο μοτίβο συμπεριφοράς ισχύει και για την χρήση ναρκωτικών ουσιών, στις οποίες τα αγόρια είναι πολύ πιο πιθανό να καταφύγουν όταν αντιμετωπίζουν κάποιο προσωπικό πρόβλημα (Spooner, 2009).

Το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο της οικογένειας του εφήβου ερευνάται επίσης ως προβλεπτικός παράγοντας της κατάχρησης ουσιών, αλλά οι μέχρι τώρα έρευνες δεν δείχνουν να καταλήγουν σε ένα γενικά αποδεκτό συμπέρασμα ως προς αυτόν τον παράγοντα. Τα παιδιά τα οποία μεγαλώνουν σε πιο φτωχές γειτονιές τείνουν να έχουν αυξημένες πιθανότητες χρήσης αλκοόλ κυρίως λόγω της ανεκτικότητας του περιβάλλοντος προς αυτή τη συμπεριφορά, ενώ τα παιδιά από μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα μπορούν να καταλήξουν στην ίδια συμπεριφορά όχι λόγων της ανεκτικότητας του περιβάλλοντός τους, αλλά γιατί έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν αλκοόλ. Επομένως η κοινωνικοοικονομική κατάσταση του εφήβου φαίνεται πως είναι ένας δευτερεύων και έμμεσος παράγοντας κινδύνου (Spooner, 2009).

Τέλος, η προσωπικότητα του εφήβου μπορεί να μας πει πολλά για τις πιθανότητες που έχει ο έφηβος να αναπτύξει συμπεριφορές εξάρτησης από ουσίες. Οι έφηβοι οι οποίοι χαρακτηρίζονται από επιθετικότητα, καταθλιπτική συμπεριφορά, παρορμητικότητα, κοινωνική απομόνωση και ανεκτική συμπεριφορά απέναντι στη χρήση ουσιών, έχουν αυξημένες πιθανότητες να διαγνωστούν στο μέλλον ως άτομα με εξάρτηση από ουσίες (Countryman, 2005. Spooner, 2009).

Συννοσηρότητα

Η κατάχρηση ουσιών συχνά εμφανίζεται ταυτόχρονα με άλλες ψυχικές διαταραχές. Έχει υπολογιστεί ότι περίπου το ένα τρίτο όσων αντιμετωπίζουν κάποια ψυχική διαταραχή έχει κάνει κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών ή/και αλκοόλ (Gilvarry, 2000). Όπως θα αναλύσουμε και στη συνέχεια, οι ψυχικές διαταραχές που σχετίζονται σε σημαντικό βαθμό με την κατάχρηση ουσιών είναι η κατάθλιψη, η διπολική διαταραχή, οι διαταραχές άγχους, η σχιζοφρένεια, η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και/ή υπερκινητικότητας (ΔΕΠ-Υ), η διαταραχή διαγωγής, οι διατροφικές διαταραχές και η αυτοκτονική συμπεριφορά (Bornstein, 1994. Countryman, 2005. Esposito-Smythers & Spirito, 2004. Gilvarry, 2000. Hemphälä & Tengström, 2010). 

Οι γυναίκες με εθισμό σε ουσίες τείνουν να έχουν υψηλότερα ποσοστά μείζουσας κατάθλιψης σε σχέση με τους άνδρες, με το 60% των διαγνωσθέντων γυναικών να παρουσιάζουν την κατάθλιψη ως δευτερεύων σύμπτωμα και το 16% ως πρωτεύων (Countryman, 2005. Hemphälä & Tengström, 2010). Από την άλλη όμως, όσα έφηβα αγόρια διαγιγνώσκονται με μείζουσα καταθλιπτική διαταραχή έχουν σημαντικά αυξημένες πιθανότητες να εμφανίζουν εξάρτηση σε ουσίες σε σχέση με τους συνομηλίκους τους που δεν έχουν αυτή τη διάγνωση. Πέρα από την κατάθλιψη όμως, και η δυσθυμική συμπεριφορά παρουσιάζεται σε πολλούς εφήβους πριν την έναρξη κατάχρησης ουσιών (Gilvarry, 2000).

Αντίθετα με τα όσα ισχύουν για την κατάθλιψη, οι διαταραχές άγχους σε συνδυασμό με την κατάχρηση ουσιών παρουσιάζονται πιο συχνά σε άνδρες παρά σε γυναίκες, κάτι που ισχύει και στην εφηβική ηλικία. Στις περιπτώσεις αυτές η έναρξη κάποιας διαταραχής άγχους προηγείται της έναρξης κατάχρησης ουσιών (Countryman, 2005. Hemphälä & Tengström, 2010). 

Η διπολική διαταραχή είναι δύσκολο να διαγνωσθεί σε εφήβους και ακόμη πιο δύσκολο στις περιπτώσεις που συνοδεύεται από κατάχρηση ουσιών. Όμως, εάν προϋπάρχει η διάγνωση της διπολικής διαταραχής σε κάποιον έφηβο και ακολουθηθεί θεραπευτική αγωγή, τότε οι πιθανότητες να γίνει κατάχρηση ουσιών ή να αναπτυχθεί εξάρτηση από ουσίες μειώνονται σημαντικά (Countryman, 2005).

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η ΔΕΠ-Υ, μια γνωστική διαταραχή, επίσης εμφανίζεται στις περιπτώσεις κατάχρησης ουσιών. Υπάρχει μια ανοιχτή συζήτηση στην επιστημονική κοινότητα σε σχέση με το εάν η παρουσία της ΔΕΠ-Υ σχετίζεται άμεσα με τον αυξημένο κίνδυνο κατάχρησης ουσιών ή εάν η παρουσία της διαταραχής διαγωγής είναι ο πραγματικός παράγοντας κινδύνου, καθώς οι έφηβοι με ΔΕΠ-Υ και διαταραχή διαγωγής παρουσιάζουν αυξημένες πιθανότητες κατάχρησης και εθισμού σε ουσίες σε σχέση με εφήβους που παρουσιάζουν αποκλειστικά και μόνο τη συμπτωματολογία της ΔΕΠ-Υ (Countryman, 2005. Gilvarry, 2000.).

Όσον αφορά τη συνοσηρότητα κατάχρησης ουσιών και διατροφικών διαταραχών, αυτή εμφανίζεται κυρίως στα κορίτσια, τα οποία έτσι και αλλιώς έχουν αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης διατροφικών διαταραχών σε σχέση με τα αγόρια. Τα κορίτσια με διατροφικές διαταραχές και ιδιαίτερα αυτά που παρουσιάζουν βουλιμία έχουν αυξημένες πιθανότητες να κάνουν κατάχρηση αμφεταμινών με σκοπό τη μείωση του βάρους τους. Η ταυτόχρονη παρατήρηση κατάχρησης ή εθισμού σε ουσίες και διατροφικών διαταραχών είναι σπάνια στα αγόρια (Countryman, 2005).

Μια άλλη περίπτωση συνοσηρότητας, η οποία εμφανίζεται συχνά, αφορά στην ταυτόχρονη ύπαρξη συμπτωμάτων σχιζοφρένειας και εθισμού σε ουσίες. Καθώς η σχιζοφρένεια στις περισσότερες περιπτώσεις εμφανίζεται στα πρώιμα στάδια της εφηβείας, ορισμένοι από τους εφήβους προσπαθούν να ελέγξουν τα ψυχωσικά συμπτώματα με τη χρήση ουσιών. Η κατάχρηση ουσιών είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στις περιπτώσεις σχιζοφρενών ασθενών, καθώς μπορεί να μειώσει ή να εκμηδενίσει την αποτελεσματικότητα της ψυχοφαρμακευτικής αγωγής (Countryman, 2005).

Τέλος, η αυτοκτονική συμπεριφορά είναι πολύ συχνά παρούσα στις περιπτώσεις εθισμού σε ουσίες. Υπολογίζεται ότι σε ένα ποσοστό της τάξης του 70% όσων έχουν κάνει επιτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας ήταν χρήστες ναρκωτικών ουσιών ή αλκοόλ (Countryman, 2005. Esposito-Smythers & Spirito, 2004). Επιπλέον, το ένα τρίτο των εφήβων που έχουν εισαχθεί σε νοσοκομείο μετά από απόπειρα αυτοκτονίας αναφέρουν κατάχρηση ουσιών τουλάχιστον μια φορά κατά τους τελευταίους τρεις μήνες, ενώ το ένα πέμπτο παρουσιάζει συμπτώματα εθισμού σε ουσίες και κυρίως αλκοόλ (Esposito-Smythers & Spirito, 2004). Έρευνες σε άτομα με χρόνιο πρόβλημα εθισμού σε ουσίες έχουν δείξει ότι περίπου το 20% των εθισμένων έχουν κάνει τουλάχιστον μία απόπειρα αυτοκτονίας κατά την τελευταία διετία. Σε γενικές γραμμές υπολογίζεται ότι η πιθανότητα να κάνει κάποιος απόπειρα αυτοκτονίας τριπλασιάζεται εάν κάνει και κατάχρηση ουσιών ή παρουσιάζει εθισμό σε ουσίες (Esposito-Smythers & Spirito, 2004).

Συνέπειες της κατάχρησης ουσιών στην ψυχολογική, κοινωνική και επαγγελματική ανάπτυξη

Εάν λάβουμε υπόψη τον μεγάλο αντίκτυπο που έχει η χρήση ουσιών σε πολλούς και διαφορετικούς τομείς της ζωής των εφήβων, τότε μπορούμε να βγάλουμε εύκολα συμπεράσματα για τις συνέπειές τους στην ψυχολογική, κοινωνική και επαγγελματική τους ανάπτυξη.Τόσο στις περιπτώσεις που η κατάχρηση είναι δευτερεύων σύμπτωμα, όσο και στις περιπτώσεις που είναι το πρωτεύων, οι έφηβοι με τέτοιου είδους συμπεριφορά ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου.

Η χρήση ουσιών, όπως επισημάναμε παραπάνω,  μπορεί να σταθεί εμπόδιο όχι μόνο στην έγκαιρη διάγνωση μιας κύριας ψυχικής διαταραχής, αλλά ακόμη και στην αντιμετώπισή της (Bornstein, 1994. Countryman, 2005. Gilvarry, 2000.).

Για τον λόγο αυτό η έγκαιρη διάγνωση της κατάχρησης ή/και εξάρτησης από ουσίες στην εφηβεία είναι ένα αποτελεσματικό πρώτο βήμα στην αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού. Υπάρχουν πολλά διαγνωστικά εργαλεία για την εξάρτηση τα οποία σταθμίζονται στον εφηβικό πληθυσμό και αξιοποιούνται παγκοσμίως. Παραδείγματα τέτοιων εργαλείων αποτελούν: το πρότυπο συνέντευξης Adolescent Drug Abuse Diagnosis (ADAD), το Teen Addiction Severity Index (TASI) αλλά και το Diagnostic Interview Schedule for Children (DISC), τα  οποία χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για εφήβους και παιδιά στην πρώιμη εφηβική ηλικία (Gilvarry, 2000).

Θεραπευτικές προτάσεις για τις εξαρτήσεις στην εφηβεία

Εφόσον γίνει η διάγνωση, τα παιδιά μπορούν να ακολουθήσουν μια σειρά από διαφορετικές θεραπευτικές προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση της κατάχρησης ουσιών. Ανάλογα με την περίπτωση, αυτές μπορούν να λάβουν χώρα είτε σε κάποιο ιδρυματικό περιβάλλον, είτε σε μια διαπροσωπική, οικογενειακή ή ομαδική θεραπεία είτε σε κάποιο άλλο θεραπευτικό περιβάλλον. Αν και οι περισσότερες προσεγγίσεις έχουν αναπτυχθεί για την θεραπεία ενηλίκων, τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν γίνει σημαντικά βήματα για την προσαρμογή τους σε εφηβικούς πληθυσμούς. Η τελική επιλογή για το πρόγραμμα που θα ακολουθηθεί εξαρτάται από την ένταση του προβλήματος, την συνύπαρξη άλλης ψυχικής διαταραχής αλλά και τις ιδιαιτερότητες του περιβάλλοντος του εφήβου (Gilvarry, 2000. Rowe, 2012. Williams & Chang, 2000).

Η ομαδική θεραπευτική προσέγγιση των Ανώνυμων Αλκοολικών (Alcoholic Anonymous/ΑΑ), η οποία είναι ευρέως διαδεδομένη στο εξωτερικό, εστιάζει στην συναισθηματική υποστήριξη των αλκοολικών που προσπαθούν να ξεπεράσουν τον εθισμό τους. Η θεραπεία γίνεται μέσω ενός συστήματος 12 σημείων τα οποία έχουν ως σκοπό την αναγνώριση και την αποδοχή του προβλήματος του εθισμού και την σταδιακή αντιμετώπισή του μέσω ενός συστήματος επιβραβεύσεων και ομαδικής υποστήριξης από την υπόλοιπη ομάδα των θεραπευομένων. Αν και τα αποτελέσματα του προγράμματος των ΑΑ σε ενήλικες είναι συγκρίσιμα με αυτά άλλων ατομικών συμπεριφορικών θεραπειών, η εφαρμογή του σε εφήβους είναι ακόμη σε πειραματικό στάδιο και παραμένει αμφίβολη η αποτελεσματικότητά του σε αυτή την ηλικιακή ομάδα (Perepletchikova, Krystal & Kaufman, 2008).

Δύο από τις πιο διαδεδομένες ατομικές θεραπευτικές προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση του εθισμού είναι η Γνωστική-Συμπεριφορική Θεραπεία (CBT) αλλά και η Θεραπεία Ενίσχυσης Κινήτρων (MET).

Η CBT εστιάζει στην εκπαίδευση του ατόμου ώστε αυτό να καταστεί ικανό να παρατηρεί την συμπεριφορά του, να αναγνωρίζει τους γνωστικούς, κοινωνικούς και συναισθηματικούς πυροδοτικούς παράγοντες που οδηγούν στην κατάχρηση, να αναπτύξει μια σειρά από ικανότητες ώστε να ελέγχει τις ενορμήσεις του αλλά και να αναγνωρίζει εναλλακτικούς ενισχυτές της συμπεριφοράς του ώστε αυτή να γίνει πιο υγιής.

Μέσα στα πλαίσια της CBT, το άτομο έρχεται σε επαφή με μια σειρά από τεχνικές χαλάρωσης και μεθόδους ελέγχου των συναισθημάτων του. Η εφαρμογή προγραμμάτων CBT σε εφήβους έχει δείξει ότι είναι αποτελεσματικά, εφόσον η δουλειά που κάνει ο έφηβος είναι παρουσία του θεραπευτή, καθώς οι έφηβοι συνήθως αρνούνται να κάνουν ασκήσεις εκτός θεραπευτικού περιβάλλοντος, όπως είναι οι εργασίες στο σπίτι (Perepletchikova, Krystal & Kaufman, 2008). Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η CBT δεν εφαρμόζεται αποκλειστικά και μόνο σε ατομικό, αλλά και σε ομαδικό και οικογενειακό επίπεδο.

Η θεραπεία Ενίσχυσης Κινήτρων (ΜΕΤ) από την άλλη εφαρμόζει μια διαφορετική προσέγγιση, όπου το άτομο αρχικά λαμβάνει βοήθεια ώστε να αναγνωρίσει το πρόβλημα του εθισμού. Στη συνέχεια ο θεραπευτής εστιάζει στην ενίσχυση των κινήτρων που έχει το άτομο ώστε να απελευθερωθεί από τον εθισμό του.

Όπως και με τις άλλες θεραπείες, η ΜΕΤ έχει εφαρμοσθεί κυρίως σε ενήλικες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την αποτελεσματικότητά της σε εφήβους. Παρόλα αυτά, όσες έρευνες έχουν γίνει με εφήβους που ακολούθησαν ΜΕΤ έχουν δείξει θετικά αποτελέσματα, ιδιαίτερα για την αντιμετώπιση του εθισμού στο αλκοόλ αλλά και την κοινωνική συμπεριφορά των εφήβων. Η αντιμετώπιση του εθισμού σε άλλες ουσίες μέσω της ΜΕΤ έχει αποδειχθεί λιγότερο αποτελεσματική (Perepletchikova, Krystal & Kaufman, 2008).

Ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις στην αντιμετώπιση του εθισμού στους εφήβους

Τέλος, όσον αφορά τις ψυχοθεραπευτικές μεθόδους αντιμετώπισης της κατάχρησης ουσιών και του εθισμού στους εφήβους, μία αποτελεσματική μέθοδος φαίνεται πως είναι η οικογενειακή-συστημική θεραπεία (Gilvarry, 2000. Perepletchikova, Krystal & Kaufman, 2008. Rowe, 2012. Williams & Chang, 2000). Οι διάφοροι τύποι οικογενειακής-συστημικής θεραπείας σε εφήβους έχουν μελετηθεί σε έναν αρκετά μεγάλο βαθμό σε σχέση με τις άλλες μεθόδους ψυχοθεραπείας, κυρίως λόγω της ευρείας χρήσης της στο σύστημα ψυχικής υγείας των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου.

Σκοπός των θεραπειών αυτών είναι να παρέμβουν σε πολλαπλά κοινωνικά πεδία τα οποία σχετίζονται με την χρήση ουσιών που παρατηρείται στον έφηβο. Έτσι, κατά περίπτωση, οι φορείς ψυχικής υγείας μπορούν να επέμβουν σε επίπεδο οικογένειας, σχολείου ή φιλικών δικτύων. Σκοπός της πολυεπίπεδης παρέμβασης είναι να βοηθήσει τον έφηβο να επανέλθει σε φυσιολογικές αναπτυξιακές διαδικασίες, και να δραστηριοποιηθεί σε πιο υγιής δραστηριότητες σε ατομικό ή ομαδικό επίπεδο (π.χ. ανάπτυξη χόμπι, συμμετοχή σε αθλητικές δραστηριότητες). Σε επίπεδο γονέων, η οικογενειακή θεραπεία στοχεύει στην εκπαίδευση των γονέων ώστε να επέλθει η σταδιακή μείωση των όποιων ψυχιατρικών συμπτωμάτων και η επανακοινωνικοποίηση του εφήβου (Perepletchikova, Krystal & Kaufman, 2008. Williams & Chang, 2000).

Στους ενήλικες που παρουσιάζουν εθισμό σε ουσίες, πέραν των ψυχοθεραπευτικών μεθόδων που αναφέρθηκαν προηγουμένως, αξιοποιούνται και φαρμακευτικές θεραπείες, οι οποίες στοχεύουν στην συστηματική απεξάρτηση από τις εν λόγω ουσίες. Η έρευνα για την αξιοποίηση παρόμοιων φαρμακευτικών μεθόδων σε εφήβους είναι ακόμη σε πρώιμα στάδια, με αποτέλεσμα να είναι νωρίς να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητά τους (Perepletchikova, Krystal & Kaufman, 2008).

Παρά το γεγονός ότι η κατάχρηση ουσιών σχετίζεται με μια πληθώρα αρνητικών συνεπειών και παρενεργειών που προαναφέρθηκαν εκτενώς, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η εξαρτημένη συμπεριφορά των εφήβων που κάνουν κατάχρηση ουσιών δεν έχει πάντοτε αποκλειστικά και μόνο αρνητικό αντίκτυπο στη συμπεριφορά τους. Για παράδειγμα, έχει βρεθεί ότι η εξαρτημένη διαταραχή της προσωπικότητας η οποία μπορεί να είναι παρούσα σε εφήβους με κατάχρηση αλκοόλ μπορεί να δώσει το έναυσμα για θετικές  συμπεριφορές, όπως είναι η δημιουργία εσωτερικών κινήτρων για ακαδημαϊκή επιτυχία, σε μια προσπάθεια του εφήβου να ευχαριστηθούν οι σημαντικοί άλλοι στη ζωή του (Bornstein, 1994).

Βλέπουμε δηλαδή ότι ενώ κάποια χαρακτηριστικά της εξαρτημένης προσωπικότητας μπορεί να είναι αρνητικά σε έναν τομέα (π.χ. ανάπτυξη ψυχοπαθολογίας), ταυτόχρονα μπορεί να αποδειχθούν θετικά σε έναν άλλο τομέα (π.χ. ακαδημαϊκή επίδοση). Αυτή η παρατήρηση υπογραμμίζει το γεγονός ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αποκλειστικά και μόνο ως θετική ή αρνητική, αλλά πάντοτε θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη ότι αναφερόμαστε σε ένα φάσμα συμπεριφοράς η οποία ανάλογα με το περιβάλλον και τους στόχους του ατόμου μπορεί να πάρει θετική ή αρνητική χροιά.

Σε αυτό το γεγονός βασίζονται άλλωστε και οι πλείστες θεραπευτικές προσεγγίσεις των εξαρτήσεων στην εφηβεία, οι οποίες ουσιαστικά προσπαθούν να τονώσουν την υγιή και θετική φύση μιας συμπεριφοράς του εφήβου και να ελέγξουν ή να μειώσουν την αρνητική της φύση (Bornstein, 1994. Perepletchikova, Krystal & Kaufman, 2008).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • American Psychiatric Association. (2000). Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, Fourth Edition: DSM-IV-TR®. American Psychiatric Pub. 
  • Bornstein, R. F. (1994). Adaptive and maladaptive aspects of dependency: an integrative review. The American Journal of Orthopsychiatry, 64(4), 622–635.
  • Countryman, J. (2005). Substance Use in Adolescents. Clinical Child Psychiatry, 263-274.
  • Esposito-Smythers, C., & Spirito, A. (2004). Adolescent substance use and suicidal behavior: a review with implications for treatment research. Alcoholism, Clinical and Experimental Research, 28(5 Supp), 77S–88S.
  • Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τα Ναρκωτικά, Ηλεκτρονική Ιστοσελίδα
  • Gilvarry, E. (2000). Substance abuse in young people. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 41(1), 55-80.
  • Hemphälä, M., & Tengström, A. (2010). Associations between psychopathic traits and mental disorders among adolescents with substance use problems. The British Journal of Clinical Psychology, 49, 109–122. 
  • Hyucksun Shin, S. (2012). A longitudinal examination of the relationships between childhood maltreatment and patterns of adolescent substance use among high-risk adolescents. The American Journal on Addictions, 21(5), 453–461.
  • Spooner, C. (1999). Causes and correlates of adolescent drug abuse and      implications for treatment. Drug and Alcohol Review, 18, 453-475.  
  • *Αγοραστός Δημήτρης - Ψυχολόγος, MSc στις Νευροσυμπεριφορικές Επιστήμες (Tübingen, Germany)

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Μπάμπαλου Χριστίνα Ελένη: έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στον επαγγελματικό κατάλογο ειδικών παρέχονται από τους ίδιους τους ειδικούς, κατά την εγγραφή τους στο σύστημα. Όταν βλέπετε την ένδειξη «έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology”, σημαίνει ότι το Psychology έχει ελέγξει, με email, τηλεφωνικά ή/και με λήψη των σχετικών εγγράφων, τα ακόλουθα στοιχεία:

  • Ότι ο ειδικός είναι υπαρκτό πρόσωπο.
  • Ότι τα πτυχία οι τίτλοι και οι εξειδικεύσεις που αναφέρει είναι αληθινά.
  • Ότι οι πληροφορίες που αναφέρει ισχύουν.

Ψυχολόγος, Τμήμα Ψυχολογίας, Α.Π.Θ. (Υπότροφος ΙΚΥ). MSc Αναπτυξιακή/Εξελικτική & Σχολική Ψυχολογία, Α.Π.Θ. (Υπότροφος Ωνάσειου Ιδρύματος). Μεταπτυχιακή Εξειδίκευση στην Αξιολόγηση & Ψυχοπαιδαγωγική Υποστήριξη Παιδιών με Δυσκολίες Μάθησης & Προσαρμογής (Ειδικές Ανάγκες), Παν/μιο Μακεδονίας. Συστημική Ψυχοθεραπεία, Τραυματοθεραπεία-EMDR