Ακρόαση άρθρου......

Η προετοιμασία του ανθρώπινου εγκεφάλου για την αναγνωστική ανάπτυξη έχει την αφετηρία της πολύ νωρίτερα απ’ ότι θα μπορούσαμε οι περισσότεροι από μας να φανταστούμε. Αρκεί να φέρει κανείς στο μυαλό του την εικόνα ενός μικρού παιδιού καθισμένου στη αγκαλιά ενός αγαπημένου του προσώπου, να του διαβάζει ιστορίες με γίγαντες, δράκους, πριγκίπισσες, νεράιδες, μέρη μακρινά, φανταστικά.

Είναι ακριβώς εκείνη η πρώτη στιγμή στη ζωή του που κοιτάζει τις εικόνες ακούγοντας και μαθαίνει σταδιακά ότι οι γραμμές που βλέπει στη σελίδα του βιβλίου αποτελούνται από γράμματα που φτιάχνουν τις λέξεις και οι λέξεις με τη σειρά τους τις ιστορίες. Ίσως είναι δύσκολο για τους ενήλικες να συλλάβουν πως τα μικρά παιδιά δεν ξέρουν ότι κάθε πράγμα στον κόσμο μας έχει και ένα όνομα. Προς το τέλος του δεύτερου έτουςτης ζωής τους όμως αρχίζουν να κατακτούν την ικανότητα της κατονομασίας και τότε ακριβώς είναι που τα βιβλία διαδραματίζουν το σημαντικότερο ρόλο για τα παιδιά. Και όσο περισσότερο τους μιλάμε ή τους διαβάζουμε τόσο περισσότερο εκείνα κατανοούν τη γλώσσα και προσθέτουν στο λεξιλόγιό τους καινούριες λέξεις. (Maryanne Wolf, O Προύστ και το καλαμάρι, Πώς ο εγκέφαλος έμαθε να διαβάζει, Εκδόσεις Πατάκη, 2007).

Ας έλθουμε όμως λίγα χρόνια μετά, όταν το ίδιο το παιδί θα κληθεί να αναγνώσει το παραμύθι, το διήγημα, το κείμενο που υπάρχει στο σχολικό του βιβλίο. Οι γνωστικές λειτουργίες που συνθέτουν την ανάγνωση είναι κατά βάση δυο, η αποκωδικοποίηση και η κατανόηση, οι οποίες είναι ανεξάρτητες αλλά και αλληλοσυσχετιζόμενες. Η ιστορία των Gleitman και Rosin που ακολουθεί (αναδημοσίευση από Πόρποδας 2002) είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος για να αντιληφθεί κανείς όσο το δυνατόν καλύτερα τις δύο αυτές γνωστικές λειτουργίες που συνθέτουν την ανάγνωση: «…Στα χρόνια της μεγάλης μετανάστευσης από την Ελλάδα προς την Αμερική, ένας αναλφάβητος Έλληνας μετανάστης στην Αμερική κατόρθωνε να διαβάζει τις επιστολές που του έστελναν οι δικοί του από την Ελλάδα με τη βοήθεια κάποιου Αμερικανού φίλου του ο οποίος όμως δε γνώριζε την ελληνική γλώσσα ούτε στη γραπτή αλλά ούτε και στη προφορική της μορφή. Εκείνο που γνώριζε ο Αμερικανός ήταν μόνο τα γράμματα αλλά και τους ήχους που αυτά αναπαριστάνουν. Μεταφράζοντας λοιπόν τα γράμματα των λέξεων σε ήχους, ο Αμερικανός μετέφραζε φωνολογικά τις γραπτές λέξεις της επιστολής, χωρίς όμως να καταλαβαίνει τη σημασία των λέξεων και το περιεχόμενο της επιστολής. Ο Αμερικανός αναγνώριζε τα γραπτά σύμβολα και τα μετέφραζε σε φωνήματα, δηλαδή αποκωδικοποιούσε το γραπτό λόγο. Αντίθετα, ο Έλληνας έδινε νόημα σε όσα άκουγε, δηλαδή κατανοούσε.

Άρα στο ερώτημα ποιος από τους δύο έχει επιτύχει την ανάγνωση, θα λέγαμε κανένας από τους δύο αλλά και οι δύο μαζί! Γιατί η ανάγνωση συντελείται όταν αποκωδικοποίηση και κατανόηση λειτουργούν μαζίμε επιτυχία. Σε περίπτωση που έχουμε ταυτόχρονη δυσλειτουργία και των δυο, αποκωδικοποίησης και κατανόησης, μιλάμε για γενική αναγνωστική δυσκολία. Στην περίπτωση που έχουμε δυσλειτουργία μόνο της αποκωδικοποίησης, μιλάμε για ειδική δυσλεξία. Τέλος μιλάμε για υπερλεξίαστη περίπτωση που έχουμε δυσλειτουργία μόνο της κατανόησης του προφορικού λόγου…. “

Η ανάγνωση λοιπόν αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές εμπειρίες του παιδιού κατά τη διάρκεια των σχολικών του χρόνων και συντελεί με τη σειρά της στις σχολικές του επιδόσεις. Είναι ένας από τους βασικούς τρόπους με τους οποίους το παιδί νοηματοδοτεί ουσιαστικά τον κόσμο. Πολύ σημαντικό ρόλο στην όλη διαδικασία της ανάγνωσης παίζουν οι εκπαιδευτικοί. Ένας ικανός εκπαιδευτικός αποτελεί πολύ σημαντικό παράγοντα για την εκμάθηση της ανάγνωσης, ανεξάρτητα από το τι μπορεί να φέρνει το κάθε παιδί από την οικογένειά του ή τις αναγνωστικές δυσκολίες που μπορεί να παρουσιάζει. Είναι πρωταρχικής σημασίας να γίνει ξεκάθαρος ο τρόπος που οφείλουν οι εκπαιδευτικοί να προσεγγίσουν την ανάγνωση στα πλαίσια της τάξης.

Η αφόρμηση είναι το πρώτο στάδιο προκειμένου να ξεκινήσει ο εκπαιδευτικός την ανάγνωση του κειμένου: «Σήμερα θα διαβάσουμε για τις πολικές αρκούδες. Έχει τύχει κανείς από σας να δει πολική αρκούδα στο ζωολογικό κήπο;». Σ΄αυτό το σημείο δίνουμε χρόνο στους μαθητές να μιλήσουν για τις δικές τους εμπειρίες. Από έρευνες που έχουν γίνει έχει παρατηρηθεί ότι μεγάλο μέρος των εκπαιδευτικών συντομεύει ή παραλείπει τελείως το στάδιο αυτό. Και ο λόγος για τον οποίο το κάνουν είναι η έλλειψη χρόνου. Όμως, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα είναι πολύ σημαντικό για τα παιδιά να μπορούν να κατανοούν ένα κείμενο συνδυάζοντας αυτά που γνωρίζουν με αυτά που λέει το κείμενο. Τα κείμενα που πραγματεύονται στο μάθημα της γλώσσας τους δίνουν αφορμές ανάκλησης εμπειριών από την καθημερινή τους ζωή.

Έπειτα ακολουθεί το στάδιο της προετοιμασίας όπου ο δάσκαλος παρουσιάζει στα παιδιά τις άγνωστες λέξεις του κειμένου έτσι ώστε να είναι σίγουρος ότι γνωρίζουν όλες τις λέξεις προκειμένου να κατανοήσουν με ευκολία το κείμενο. Ο εκπαιδευτικός εδώ μπορεί να διευκρινίσει το στόχο του κειμένου στους μαθητές του ή ακόμη να τους θέσει ερωτήσεις που θα τους καθοδηγήσουν στην ανάγνωση. Επιπλέον, η αφόρμηση από τον τίτλο και την εικόνα κρίνεται απαραίτητη σε αυτή τη φάση της αναγνωστικής προετοιμασίας. (Σ. Βοσνιάδου, Ένα Έθνος από Αναγνώστες)

Μετά από όλη αυτήν την προετοιμασία, ο εκπαιδευτικός περνάει στην ανάγνωση του κειμένου. Το ερώτημα εδώ είναι σιωπηρή ή μεγαλόφωνη ανάγνωση; Βέβαια αυτό έχει να κάνει κατά πολύ με την ηλικία αλλά και τις δεξιότητες που έχει αναπτύξει το παιδί σχετικά με την ανάγνωση. Άρα από τη μια πλευρά είναι πολύ λογικό σε ένα παιδί που βρίσκεται στο ξεκίνημά του να επιδιώκουμε να διαβάζει μεγαλόφωνα δίνοντας με αυτόν τον τρόπο την ευκαιρία και στον εκπαιδευτικό να παρακολουθεί την πρόοδο των παιδιών και ανάλογα να προσαρμόζει τη διδασκαλία του.

Η ανάγνωση, σιωπηρή ή μεγαλόφωνη, εξαρτάται πάντα από το σκοπό που εξυπηρετεί. Όταν οι μαθητές, όπως όλοι οι αναγνώστες, διαβάζουν για τον εαυτό τους διαβάζουν σιωπηρά. Θα διαβάσει κανείς μεγαλόφωνα προκειμένου να κάνει και τους άλλους κοινωνούς αυτού που διαβάζει. Στην τάξη θα διαβαστούν συνήθως μεγαλόφωνα είτε αυθεντικά κείμενα είτε γραπτές εργασίες των μαθητών οι οποίες πρέπει να ανακοινωθούν και να συζητηθούν. («Η Λειτουργική Χρήση της Γλώσσας» Χατζησαββίδης – Χαραλαμπόπουλος)

4ος Κύκλος Αυτροβελτίωσης από το PSYCHOLOGY.GR
3 Ημέρες, 6 διαδικτυακά βιωματικά εργαστήρια. Γενική είσοδος: 25 ευρώ, για εγγραφές έως 31 Μαρτίου 2024

Ωστόσο ειδήμονες υποστηρίζουν ότι είναι απαραίτητο να δίνουμε τη δυνατότητα στα παιδιά να διαβάζουν ένα κείμενο σιωπηρά προτού γίνει η μεγαλόφωνη ανάγνωσή του προκειμένου να επιτύχουν και καλύτερη κατανόηση αλλά και καλύτερα αποτελέσματα στο τομέα της ευφράδειας κατά την ανάγνωση του κειμένου. Παρ ΄ όλα αυτά έρευνες αναφέρουν ότι οι φορές που η σιωπηρή ανάγνωση προηγείται της μεγαλόφωνης στις τάξεις διδασκαλίας είναι ελάχιστες.

Το τελευταίο στάδιο που ακολουθεί την ανάγνωση ενός κειμένου είναι η συζήτηση. Παρόλο που αυτό το στάδιο παραλείπεται πολλές φορές ωστόσο είναι πολύ σημαντικό γιατί ο δάσκαλος έχει την ευκαιρία να διδάξει με έμμεσο τρόπο πώς θα πρέπει να μάθουν να προσεγγίζουν ένα κείμενο τα παιδιά προκειμένου να το κατανοήσουν. Σε κάθε κείμενο ακολουθεί πάντα μια σειρά ερωτήσεων που έχει να κάνει με το περιεχόμενο του κειμένου.

Πολλοί από τους εκπαιδευτικούς καταφεύγουν στις ερωτήσεις αυτές προκειμένου να κάνουν τη συζήτησή τους, ερωτήσεις όμως οι οποίες πολλές φορές είναι γενικές, ελάχιστα μελετημένες, με αποτέλεσμα να απομακρύνουν το μαθητή από το κυρίως θέμα και να τον αποπροσανατολίζουν με ανούσιες λεπτομέρειες.

Οι ερωτήσεις που θέτει ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να είναι το μέσο για να δείξει στα παιδιά τα σημεία εκείνα που πρέπει να κατανοήσουν αλλά ταυτόχρονα να είναι και ένας τρόπος για να καταλάβει τι έχει κατανοήσει ο μαθητής.

Η προαναφερθείσα διαδικασία αποσκοπεί στο να πετύχει ο εκπαιδευτικός να παρουσιάσει την ανάγνωση μέσα στην τάξη ως μια δραστηριότητα πολύτιμη, γεμάτη νόημα που παράλληλα προσφέρει και ευχαρίστηση. Το αναλυτικό πρόγραμμα του σχολείου είναι σημαντικός αρωγός σε αυτήν του τη προσπάθεια. Ωστόσο στις περιπτώσεις των παιδιών που παρουσιάζουν δυσκολίες στην ανάγνωση η προσέγγιση θα πρέπει να έχει έναν πιο εξειδικευμένο χειρισμό για τον οποίο θα γίνει λόγος σε επόμενο άρθρο.

Άστο γι’ αύριο! Ξεπερνώντας την αναβλητικότητα στο χώρο εργασίας
Το διαδικτυακό σεμινάριο διοργανώνεται από το PSYCHOLOGY.GR, με εισηγήτρια την ψυχολόγο – ψυχοθεραπεύτρια, Άρτεμις Αντωνίου.

 

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Νίκος Μεταξάς

e psy logo twitter2Επιμέλεια & μετάφραση άρθρων, Τμήμα Σύνταξης Πύλης Ψυχολογίας psychology.gr
Επικοινωνία: editorial @psychology.gr