Ακρόαση άρθρου......

Η αποδοχή σαν έννοια είναι πολυδιάστατη και δεν αρκεί απλά να την επικαλούμαστε δίχως να καταλαβαίνουμε ακριβώς το νόημά της.

Ένα παράδειγμα αποδοχής

Για παράδειγμα, όταν ο καιρός είναι βροχερός ή μουντός, αποδοχή είναι: Να αποδεχτώ ότι ο καιρός είναι έτσι όπως είναι. Βροχερός και μουντός. Και με αυτό, να οργανώσω και να ξεκινήσω την ημέρα μου και ό,τι έχω να κάνω μέσα σε αυτήν.

Δίχως να σκέφτομαι τι καιρό θα ήθελα, θα με βόλευε, ή θα εξυπηρετούσε τα σχέδιά μου. Και δίχως να αρχίζω τα παράπονα, την γκρίνια, τους αναστεναγμούς και την αρνητικότητα – «πόσο άτυχος είμαι»; ή «Όλα αυτά συμβαίνουν μόνο σε μένα» κλπ.

Διότι, σε αυτή την συγκεκριμένη κατάσταση (με τον άσχημο καιρό) χρειάζεται να καταλάβω μονάχα το εξής: Ότι όσο θυμωμένος, ενοχλημένος, αγχωμένος, στεναχωρημένος κλπ νιώσω για την κακοκαιρία αυτή, η συγκεκριμένη κατάσταση (για την ώρα) δεν θα αλλάξει.

Απλώς έχοντας αυτήν τη στάση και συνεχίζοντάς την, μόνο πιο άσχημα θα με κάνει να αισθανθώ. Άρα, ή θα αποδεχτώ ότι ο καιρός είναι έτσι όπως είναι και θα προχωρήσω παρακάτω, προσπαθώντας να βρω λύσεις για το πώς θα κινηθώ ή θα συνεχίσω να αισθάνομαι άσχημα και αδικημένος, για κάτι που δεν μπορώ στην τελική να αλλάξω ή να ελέγξω.

Μακάρι όμως στην καθημερινότητά μας, η δυσκολία μας να ήταν μόνο η αποδοχή ή μη, του καιρού. Στην κοινωνική μας ζωή, η αποδοχή παίζει σημαντικότατο ρόλο και είναι ένας παράγοντας που λίγο ως πολύ μας επηρεάζει.

Η αποδοχή στρέφεται σε τρεις μεριές:

  • Την αποδοχή που λαμβάνω από τους άλλους.
  • Την αποδοχή που εγώ δίνω στους άλλους.
  • Και την αποδοχή που έχω εγώ για τον εαυτό μου.

Η εστίαση μας στην αποδοχή

Ως προς την αποδοχή υπάρχουν δύο διαστάσεις που μας επηρεάζουν και καθορίζουν την συμπεριφορά μας και την πραγματικότητά μας.

Η πρώτη αφορά το κατά πόσο μπορούμε να αποδεχτούμε τόσο τον εαυτό μας, όσο και τους άλλους, ενώ η δεύτερη το αν καταναλώνουμε ένα μεγάλο μέρος της ενέργειά μας, είτε με την ανησυχία ή την ανασφάλεια μας, για το εάν μας αποδέχονται ή θα μας αποδεχτούν οι άλλοι. Επιπρόσθετα, εστιάζουμε στις πράξεις που κάνουμε ή πρέπει να κάνουμε, ώστε μέσω αυτών να μας αποδεχτούν.

Ζητήματα Ηθικής και Δεοντολογίας στην Άσκηση της Ψυχοθεραπείας
Κύκλος Σεμιναρίων για Επαγγελματίες Ψυχικής Υγείας | Γενική είσοδος: 35 ευρώ

Θεματικές Ενότητες: Διπλές σχέσεις θεραπευτή – θεραπευόμενου | Ψυχική ανθεκτικότητα του θεραπευτή | Υπέρβαση – παραβίαση ορίων στην ψυχοθεραπευτική σχέση | Ειδικές προκλήσεις στην ψυχοθεραπεία | Ζητήματα ηθικής και δεοντολογίας | Διαχείριση εξω-θεραπευτικών πληροφοριών | Διατήρηση και άρση του απορρήτου

Σε προηγούμενο άρθρο «Το σύνδρομο του καλού παιδιού» αναφέρονται κάποια πράγματα για τις συνέπειες, τόσο της ανάγκης για αποδοχή, όσο και για το τι συμβαίνει όταν δεν την λαμβάνουμε.

Αρχικά, αυτή την αποδοχή την αναζητάμε από τους γονείς μας και μετέπειτα από τους άλλους ανθρώπους στη ζωή μας. Στο άρθρο εκείνο, γίνεται λόγος και για δύο έννοιες: την άνευ όρων αποδοχή και την υπό όρους αποδοχή.

Η αποδοχή του εαυτού και των άλλων

Η αποδοχή του εαυτού μας σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε το ποιοι είμαστε, με τα δυνατά και τα αδύναμά μας σημεία. Σημαίνει επίσης, να καταλάβουμε ότι είμαστε τέλεια ατελή όντα, με αδυναμίες, που κάνουμε λάθη και που κάποιες φορές δεν καταφέρνουμε τους στόχους μας.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι χρειάζεται να αυτό-μαστιγωνόμαστε συνέχεια και να κατακρίνουμε τους εαυτούς μας. Αυτή είναι και η ουσία της άνευ όρων αποδοχής, να αποδεχόμαστε δηλαδή, τον άλλον αλλά και τον εαυτό μας όπως ακριβώς είναι. Αντιθέτως, στην αποδοχή υπό όρους, αποδεχόμαστε κάποιον μόνο όταν καλύπτει τις προσδοκίες, τις ανάγκες και τα standards μας.

Για να τα αναγνωρίσουμε όμως όλα αυτά ώστε να μπορούμε να τα αποδεχτούμε, χρειάζεται πρώτα να έχουμε επίγνωση του ποιοι είμαστε, και του τι θέλουμε. Ταυτόχρονα όμως, χρειάζεται να έχουμε επίγνωση και ως προς την διαφορετικότητα των άλλων και των δικών τους θέλω.

Διαφορά μεταξύ της αποδοχής του εαυτού και των άλλων

Τι να ΜΗΝ περιμένω από την ψυχοθεραπεία μου;
3ωρο Online βιωματικό εργαστήριο του PSYCHOLOGY.GR

Θεματικές Ενότητες: Τι είναι για μένα η ψυχοθεραπεία, τι περιμένω από αυτήν τη διαδικασία; | Τι περιμένω από τον ψυχοθεραπευτή μου; | Ποια είναι τα όριά της ψυχοθεραπείας; | Πώς αντιλαμβάνομαι αν με ωφελεί ή αν τη χρησιμοποιώ ως άλλοθι για να μένω στην ουσία στάσιμος;

Υπάρχει όμως μια πολύ βασική και ουσιώδης διαφορά μεταξύ της αποδοχής προς τον εαυτό μας και προς τους άλλους.

Εμείς για τον εαυτό μας μπορούμε να επιλέξουμε να συνεχίσουμε ή να τερματίσουμε:

  • την συμπεριφορά μας
  • μια κατάσταση
  • τον τρόπο σκέψης μας  
  • μια ολόκληρη στάση ζωής

Και αυτό επειδή πλέον αυτή η συμπεριφορά, κατάσταση, τρόπος σκέψης κλπ:

  • μας κρατάει πίσω και δεν μας εξελίσσει
  • δεν μας αρέσει, ούτε μας ωφελεί
  • μας κάνει να βιώνουμε αρνητικά συναισθήματα
  • και μας κάνει να είμαστε δυσλειτουργικοί στη ζωή μας, στις διαπροσωπικές μας σχέσεις και στα επαγγελματικά μας.

Το παράδοξο της αποδοχής

Η αποδοχή προς τον εαυτό μας, δεν είναι μια στατική κατάσταση που διέπεται από το δίπολο άσπρο-μαύρο, ή του «έτσι είμαι ή δεν είμαι και τέλος». Είναι μια δυναμική κατάσταση που μας δίνει μετέπειτα και την δυνατότητα της επιλογής.

Η αποδοχή στην παρούσα κατάσταση:

  • ενός προβλήματος
  • ότι είμαι έτσι… σαν άνθρωπος
  • ή ότι έτσι είναι μια κατάσταση

Μας φέρνει μπρος σε μια κατάσταση επιλογής:

  • Αν έτσι είναι τα πράγματα… ή μια κατάσταση… ή εγώ…, και έχω επίγνωση του τι σημαίνει αυτό, τότε τι επιλέγω; Θα κάνω κάτι ή όχι;
  • Αν ναι, τι χρειάζεται να γίνει; Είμαι έτοιμος να δεχτώ τις συνέπειες;
  • Αν όχι, γνωρίζω τη σημασία της μη δράσης μου; Είμαι έτοιμος να δεχτώ τις συνέπειες;

Και στις δύο περιπτώσεις η επιλογή είναι μόνο δική μας, και μαζί της έρχεται και η ευθύνη των επιλογών μας.

Η επίγνωση ουσιαστικά του εαυτού μας, ενός προβλήματος ή μιας κατάστασης και η αποδοχή αυτών ως έχουν, δε μας αφήνουν το περιθώριο της μη επιλογής και του να μην αναλάβουμε τις ευθύνες μας.

Διότι, και στις δύο περιπτώσεις (είτε επιλέγω να κάνω κάτι ή όχι), εμείς είμαστε εκείνοι που επιλέγουμε και αποφασίζουμε τι θα κάνουμε τελικά.

Μην ξεχνάμε πως: η επιλογή της μη-δράσης, είναι ταυτόχρονα και επιλογή μας και μια δράση.

Η αποδοχή μας προς τους άλλους

Αντίθετα με τον εαυτό μας, η αποδοχή των άλλων έχει λίγο διαφορετικά χαρακτηριστικά.

Ουσιαστικά η διαφορά είναι στο ότι, εμείς όταν αποδεχόμαστε τον εαυτό μας μπορούμε να επιλέξουμε να αλλάξουμε κάτι σε εμάς, αν το θελήσουμε και το αποφασίσουμε. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει απαραίτητα, όταν αποδεχόμαστε τους άλλους.

Η αποδοχή, το να πούμε δηλαδή ότι «αναγνωρίζω και καταλαβαίνω τον άλλον γι’ αυτό που είναι» (πολλές φορές συνεχίζεται η πρόταση με ένα αλλά …), δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ο άλλος θα αλλάξει ή θα κάνει κάποια προσπάθεια να αλλάξει.

Σημαίνει απλώς, ότι κατανοούμε πως το άλλο άτομο:

  • Έχει κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
  • Συμπεριφέρεται με έναν X τρόπο.
  • Και έχει έναν Ψ τρόπο σκέψης και ένα Ζ τρόπο ζωής.

Η ψευδαίσθηση ότι έχουμε τον «έλεγχο» πάνω σε κάποιον και μπορούμε να τον «αλλάξουμε»

Όταν λέμε σε κάποιον να κάνει ή να μην κάνει κάτι, στο τέλος της ημέρας εκείνος είναι που θα πάρει την απόφαση αν θα το κάνει ή όχι. Ασχέτως, του ψυχολογικού υπόβαθρού του, ή της επιρροής μας επάνω του.

Στην πραγματικότητα δεν έχουμε εμείς τον έλεγχο πάνω στους άλλους, άρα ούτε και την ευθύνη. Τον έλεγχο και την ευθύνη των αποφάσεων και των πράξεων του, τα έχει ο ίδιος ο άνθρωπος για τον εαυτό του.

Χρειάζεται να κατανοήσουμε ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε τους άλλους, όσο και να το θέλαμε, ή όσο και να πιστεύουμε (σαν μια ψευδαίσθηση) ότι μπορούμε.

Φυσικά, όλα τα παραπάνω αφορούν και εμάς τους ίδιους.

Τι μπορούμε να κάνουμε στις διαπροσωπικές μας σχέσεις σε πράγματα ή συμπεριφορές που κάνουν οι άλλοι και που δεν μας αρέσουν;

Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να συζητήσουμε και να φέρουμε στην επιφάνεια και στην επίγνωση του ατόμου, κάποια πράγματα μέσω των δικών μας αντιληπτικών φίλτρων και των παρατηρήσεών μας.

Πολλοί θα παραπονεθούν τώρα, ότι επικοινωνούν στον άλλον αυτά που τους ενοχλούν, αλλά και πάλι δεν γίνεται τίποτα και δεν αλλάζουν.

Πέρα από τον παράγοντα του τρόπου με τον οποίο επικοινωνούμε στον άλλον κάποια πράγματα, χρειάζεται να ξαναδούμε τη σημαντικότητα της επίγνωσης, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ώστε έχοντας την επίγνωση το άλλο άτομο, να μπορέσει να αποδεχτεί κάποια πράγματα και έτσι να μπορεί να επιλέξει και να αναλάβει τις δικιές του ευθύνες (της δικής του δράσης ή μη-δράσης).

Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι ότι, ένα από τα λίγα που μπορούμε να κάνουμε, είναι απλά να βοηθήσουμε να αντιληφθεί ο άλλος, μέσα από μας (τους εξωτερικούς του καθρέφτες) κάποια πράγματα που ενδεχομένως να μην τα αντιλαμβάνεται ή να μην του είναι συνειδητά, τα οποία, όμως, εμάς μας επηρεάζουν και κάποιες φορές όχι θετικά.

Το αμέσως επόμενο που γίνεται, κατά την προσπάθειά μας να βοηθήσουμε το άλλο άτομο να αντιληφθεί, είναι ότι του εκφράζουμε και του γνωστοποιούμε τις επιπτώσεις των συμπεριφορών του σε εμάς τους ίδιους και στη μεταξύ μας σχέση.

Εδώ όμως υπάρχουν τρία ενδεχόμενα, όταν προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε σε κάποιον ορισμένα πράγματα:

  • Τα επικοινωνούμε (ή νομίζουμε ότι το κάνουμε), με έναν τρόπο όμως που δεν ωφελεί και δεν βοηθάει τον άλλον να τα συνειδητοποιήσει.
  • Ή τα επικοινωνούμε μεν ορθά, αλλά και πάλι δεν τα συνειδητοποιεί.
  • Τέλος, είτε τα επικοινωνούμε ορθά ή όχι, ο άλλος μπορεί να αντιληφθεί τι του επικοινωνούμε. Και από εκεί και πέρα μπορεί να επιλέξει τι μπορεί και θέλει να κάνει.

Όπως και να χει, η συμβολή μας σε αυτό το επίπεδο φτάνει μέχρι εκεί. Ενδεχομένως, να χρειάζονται κάποιες συμπληρωματικές επεξηγήσεις ή παραδείγματα και ίσως μια κάποια υπομονή. Από εκεί και πέρα το τι θα κάνει ο άλλος τελικά είναι πλέον δικιά του απόφαση.

Το δικό μας κομμάτι μετέπειτα, είναι να γνωρίζουμε τα όριά μας και να τα θέσουμε. Να θέσουμε δηλαδή, το τι θα συμβεί αν τα όρια αυτά ξεπεραστούν ή αν μια συμπεριφορά και κατάσταση συνεχιστεί ως έχει. Με το να θέτουμε όρια όμως, και πάλι σημαίνει ότι αναλαμβάνουμε την ευθύνη των αποφάσεών μας και πως είμαστε συνειδητοποιημένοι για το τι σημαίνει αυτό.

Η συζήτηση λοιπόν για την αποδοχή όπως βλέπουμε, ανοίγει αρκετά θέματα όπως:

  • Tην αυτό-επίγνωση, την ανάληψη των ευθυνών μας και την αλλαγή.
  • Τον τρόπο που επικοινωνούμε σε διαπροσωπικό επίπεδο.
  • Τέλος, το θέμα των ορίων μας και το να θέτουμε τα όριά μας.

Ως κοινωνικά όντα, από την παιδική μας ηλικία, χρειαζόμασταν και αποζητούσαμε την αποδοχή από τους άλλους. Μια αποδοχή που θα σηματοδοτούσε την αναγνώρισή μας από τους άλλους, αλλά επίσης θα δημιουργούσε το αίσθημα της αυτό-αξίας μας μέσω των επιτευγμάτων μας, στα πράγματα που κάναμε.

Πολλές φορές όμως αυτήν την αποδοχή είτε δεν τη λαμβάναμε, ή τη λαμβάναμε υπό όρους, κάνοντάς μας να προσπαθούμε να τροποποιήσουμε τη συμπεριφορά μας, ώστε να μπορέσουμε να γίνουμε αποδεκτοί και να ταιριάξουμε.

Τελικά όμως στο τέλος της ημέρας, ως προς την αναζήτηση της αποδοχής, χρειάζεται να παραδεχτούμε και να αποδεχτούμε ότι η προσπάθεια να μάς αποδεχτούν μάλλον φέρνει (ή έχει ήδη φέρει) τα αντίθετα αποτελέσματα απ’ ότι περιμέναμε.

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Γιώργος Καπετανγεώργης

kapetangeorgis giorgosΣύμβουλος Ψυχικής Υγείας - Συνθετικός Ψυχοθεραπευτής.
Ενεργό μέλος στο BACP (British Association of Counselling and Psychotherapy).