Ακρόαση άρθρου......

Η υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου διατροφής καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής βοηθά στην πρόληψη της ελλιπούς σίτισης σε όλες τις μορφές της, καθώς και στην καταπολέμηση μιας σειράς μη μεταδοτικών ασθενειών και καταστάσεων.

Ωστόσο, η αυξημένη παραγωγή και διάθεση επεξεργασμένων τροφίμων, η ταχεία αστικοποίηση και η αλλαγή του τρόπου ζωής έχουν οδηγήσει σε μια αλλαγή των διατροφικών προτύπων.

Ως αποτέλεσμα, οι άνθρωποι πλέον καταναλώνουν περισσότερα τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα σε ενέργεια (θερμίδες), λίπη, ελεύθερα σάκχαρα και αλάτι/νάτριο, ενώ πολλοί άνθρωποι δεν τρώνε αρκετά φρούτα, λαχανικά και άλλες διαιτητικές ίνες, όπως δημητριακά ολικής αλέσεως (World Health Organization, 2020).

Το αποτέλεσμα είναι, από το 1975 έως το 2016 η παχυσαρκία να έχει τριπλασιαστεί.

Το 2016, περισσότεροι από 1,9 δισεκατομμύρια ενήλικες (το 13% του παγκόσμιου πληθυσμού), 18 ετών και άνω, ήταν υπέρβαροι.

Από αυτούς, τα 650 εκατομμύρια ήταν παχύσαρκοι. Παράλληλα, το 2016 πάνω από 340 εκατομμύρια παιδιά και έφηβοι ηλικίας 5-19 ετών ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκα (World Health Organization, 2021).

Εάν αυτοί οι παγκόσμιοι ρυθμοί συνεχιστούν, μέχρι το 2030 υπολογίζεται ότι το 38% του ενήλικου πληθυσμού στον κόσμο θα είναι υπέρβαρο και ένα άλλο 20% θα είναι παχύσαρκο (Hruby & Hu, 2015). Επιπρόσθετα, το υπερβολικό βάρος και η παχυσαρκία συνδέονται με περισσότερους θανάτους παγκοσμίως, απ’ ότι από ότι ο ελλιποβαρής πληθυσμός.

Σε παγκόσμιο επίπεδο υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι που είναι παχύσαρκοι παρά ελλιποβαρείς – αυτό συμβαίνει σε κάθε περιοχή εκτός από περιοχές της υποσαχάριας Αφρικής και της Ασίας (World Health Organization, 2021).

Η παχυσαρκία και το υπερβολικό βάρος προκαλούνται σε μεγάλο βαθμό από κακές διατροφικές επιλογές και θέτουν ένα άτομο σε πολύ υψηλότερο κίνδυνο για καρδιαγγειακές παθήσεις (κυρίως καρδιακές παθήσεις και εγκεφαλικό), διαβήτη τύπου 2, μυοσκελετικές διαταραχές (ειδικά οστεοαρθρίτιδα - μια εκφυλιστική ασθένεια των αρθρώσεων με υψηλή αναπηρία), καρκίνοι (συμπεριλαμβανομένου του ενδομητρίου, του μαστού, των ωοθηκών, του προστάτη, του ήπατος, της χοληδόχου κύστης, των νεφρών και του παχέος εντέρου), κατάθλιψη, νοσηρότητα και θνησιμότητα από χρόνιες παθήσεις (Hruby & Hu, 2015; World Health Organization, 2021).

4ος Κύκλος Αυτροβελτίωσης από το PSYCHOLOGY.GR
3 Ημέρες, 6 διαδικτυακά βιωματικά εργαστήρια. Γενική είσοδος: 25 ευρώ, για εγγραφές έως 31 Μαρτίου 2024

H συντριπτική πλειονότητα των ερευνών σχετικά με τους παράγοντες κινδύνου για την παχυσαρκία επικεντρώθηκε σε ατομικό επίπεδο, σε μεγάλο βαθμό στην τροποποίηση της συμπεριφοράς.

Ο ρόλος της «υγιεινής» διατροφής και της σωματικής δραστηριότητας στη μείωση της αύξησης του βάρους και την μακροπρόθεσμη διατήρησή του έχει λάβει τη μεγαλύτερη προσοχή (Hruby & Hu, 2015).

Σύμφωνα με το British Nutrition Foundation (2022), «η υγιεινή διατροφή έχει να κάνει με την ισορροπία διαφορετικών τροφών και θρεπτικών συστατικών στη διατροφή με στόχο την καλή υγεία και ευεξία». Πιο συγκεκριμένα, υγιεινή διατροφή είναι αυτή κατά την οποία τα μικροθρεπτικά συστατικά (πρωτεΐνες, λίπη, υδατάνθρακες, βιταμίνες, μέταλλα, κ.ά.) καταναλώνονται με ισορροπημένο τρόπο, όπου το άτομο διατηρεί ένα υγιές βάρος και μεγιστοποιεί την αντίσταση στις ασθένειες (Cena & Calder, 2020).

Μια βασική υπόθεση για να ακολουθήσει ένα άτομο μια υγιεινή διατροφή και να διατηρήσει την υγεία του είναι να γνωρίζει το ρόλο που διαδραματίζουν συγκεκριμένα θρεπτικά συστατικά στη διατήρηση της υγείας.

Ωστόσο, από μόνη της η γνώση δεν μπορεί να επηρεάσει τις θετικές διατροφικές συμπεριφορές, εφόσον έχει διαπιστωθεί ότι οι παρεμβάσεις διατροφικής εκπαίδευσης και μόνο, είχαν περιορισμένα και βραχύβια αποτελέσματα (Brug, 2008).

Άστο γι’ αύριο! Ξεπερνώντας την αναβλητικότητα στο χώρο εργασίας
Το διαδικτυακό σεμινάριο διοργανώνεται από το PSYCHOLOGY.GR, με εισηγήτρια την ψυχολόγο – ψυχοθεραπεύτρια, Άρτεμις Αντωνίου.

Ως εκ τούτου, οι στρατηγικές βελτίωσης της ποιότητας της διατροφής και η αύξηση της σωματικής δραστηριότητας θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς (Naughton, McCarthy, & McCarthy, 2015), στο πλαίσιο των διαφορετικών μοντέλων - θεωριών συμπεριφοράς και παρακίνησης. 

Παρακίνηση και Υγιεινή Διατροφή

Σύμφωνα με τις θεωρίες & τα μοντέλα συμπεριφοράς για την υγεία, οι συμπεριφορές υγείας που σχετίζονται με τη διατροφή, τη φυσική δραστηριότητα, το κάπνισμα, την κατανάλωση αλκοόλ, κ.ά., διέπονται από πεποιθήσεις για την υγεία, όπως οι προθέσεις, η αντίληψη κινδύνου, οι προσδοκίες αποτελέσματος και οι πεποιθήσεις αυτοαποτελεσματικότητας. Εφόσον πολλές συμπεριφορές υγείας σχετίζονται με τη θνησιμότητα, το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας για αυτό το θέμα είναι πάρα πολύ μεγάλο.

Για παράδειγμα το 2017 είχαν καταμετρηθεί συνολικά 83 θεωρίες συμπεριφοράς για την υγεία. Επιπρόσθετα, για την υποστήριξη της διαδικασίας της αλλαγής υπάρχουν μια σειρά από Τεχνικές Αλλαγής Συμπεριφοράς (Behaviour Change Techniques – BGT), όπου σήμερα αθροίζονται σε περίπου 93 (Samdal, Eide, Barth, Williams, & Meland, 2017). Κατά το παρελθόν, η εστίαση των μοντέλων συμπεριφοράς στην υγεία είχε εστιαστεί στον εντοπισμό ενός μικρού συνόλου προγνωστικών παραγόντων που περιλάμβαναν νοητικές κατασκευές, όπως αντιληπτά εμπόδια, κοινωνικούς κανόνες, τη σοβαρότητα ασθένειας, την προσωπική ευαλωτότητα, την αντιληπτή αυτό-αποτελεσματικότητα, κ.ά. Στην πορεία όμως αυτοί οι παράγοντες & τα μοντέλα συνδυάστηκαν μεταξύ τους σε ένα συνθετικό μοντέλο πρόβλεψης για να εξηγήσουν την πρόθεση συμπεριφοράς και την αλλαγή της ατομικής συμπεριφοράς υγείας (Renner & Schwarzer, 2005).

Η υγιεινή διατροφή αποτελεί έναν βασικό στόχο των μοντέλων συμπεριφοράς στην υγεία, ο οποίος αν και εύκολα υιοθετείται, τις περισσότερες φορές έχει περιορισμένη επιτυχία, εφόσον τα άτομα δεν αξιολογούν επαρκώς τις προσπάθειες που απαιτούνται ή δεν έχουν καθορίσει με σαφήνεια ένα σχέδιο δράσης για την υλοποίησή του (De Ridder, De Wit, & Adriaanse, 2009).

Στο πλαίσιο αυτό, τα μοντέλα συμπεριφοράς στην υγεία μπορούν να ταξινομηθούν σε δυο κατηγορίες: α) σε Συνεχή Μοντέλα (Continuum Models) και, β) σε Μοντέλα Σταδίων – Φάσεων (Stages - Phases Models).

Συνεχή Μοντέλα Συμπεριφορών Υγείας

Τα Συνεχή Μοντέλα περιλαμβάνουν το συνδυασμό προγνωστικών παραγόντων για να επηρεάσουν τις απαιτούμενες δράσεις, οι οποίοι είναι κοινοί για όλους. Χαρακτηριστικά μοντέλα - θεωρίες είναι: η Θεωρία της Αιτιολογημένης Δράσης (Theory of Reasoned Action – TRA), η Θεωρία της Προγραμματισμένης Συμπεριφοράς (Theory of Planned Behavior – TPB), η οποία αποτελεί ένα αναθεωρημένο μοντέλο του TRA, η Θεωρία Κινητοποίησης Προστασίας (Protection Motivation Theory – PMT), το Μοντέλο Πεποιθήσεων για την Υγεία (Health Belief Model – HBM), κ.ά. (διεξοδική αναφορά των μοντέλων γίνεται στο Glanz, Rimer, & Viswanath, 2015).

Ειδικότερα η θεωρία της TRA εισήγαγε την ιδέα της αιτιολογημένης δράσης (reasoned action), δηλαδή οι άνθρωποι ως λογικά όντα αξιολογούν τα αποτελέσματα των δυνατοτήτων επιλογών τους πριν εμπλακούν σε αυτές και με αυτόν τον τρόπο οι συμπεριφορές καθορίζονται από τις προθέσεις κάποιου να πραγματοποιήσει αυτή τη συμπεριφορά. Ωστόσο η θεωρία της TRA δεν λάμβανε υπόψη το βαθμό ελέγχου που έχουν τα άτομα στην ικανότητά τους να εκτελούν συμπεριφορές.

Αυτό το κενό ήρθε να καλύψει η θεωρία της TPB που εισήγαγε την έννοια του αντιληπτικού ελέγχου συμπεριφοράς (perceived behavioral control), οπότε όσο μεγαλύτερος είναι ο έλεγχος τόσο πιο πιθανή είναι η εκτέλεση της συμπεριφοράς (Brouwer & Mosack, 2015).

Η πρώτη φάση για την αλλαγή συμπεριφοράς σε θέματα υγείας είναι η επίγνωση του κινδύνου από την επανάληψη της συμπεριφοράς του. Ωστόσο, η έλλειψη πληροφοριών, η παραπληροφόρηση και η προβληματική επεξεργασία των πληροφοριών μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένες πεποιθήσεις σχετικά με τους κινδύνους στην υγεία (Renner & Schwarzer, 2005).

Ένα δεύτερο επίπεδο στην αλλαγή συμπεριφοράς σε θέματα υγείας είναι η διαδικασία του ρύθμισης της συμπεριφοράς (behavior regulation), δηλαδή της σχέσης μεταξύ συμπεριφοράς και αποτελεσμάτων. Η δημιουργία δηλαδή μιας προσδοκίας αποτελέσματος (outcome expectation) μπορεί να αποτελέσει τη βασική πεποίθηση που έχει τη μεγαλύτερη επιρροή στο κίνητρο για αλλαγή. Ένας υπέρβαρος με προβλήματα υγείας μπορεί να βρει περισσότερους καλούς λόγους για να ακολουθήσει έναν πιο υγιεινό τρόπο διατροφής και να μειώσει το βάρος του («αν ακολουθήσω έναν υγιεινό τρόπο διατροφής, τότε θα αρέσω πολύ περισσότερο»), παρά καλούς λόγους για να συνεχίσει τον ίδιο τρόπο διατροφής και να είναι υπέρβαρος («αν ακολουθήσω έναν υγιεινό τρόπο διατροφής θα πρέπει να σταματήσω να τρώω απολαυστικά φαγητά και γλυκά»). Αυτό μπορεί να μην οδηγήσει άμεσα σε δράση, για αλλαγή του τρόπου διατροφής σε μια πιο υγιεινή, αλλά μπορεί να διευκολύνει τη δημιουργία της πρόθεσης για διακοπή του τρέχοντος τρόπου διατροφής.

Οι προσδοκίες θετικής και αρνητικής έκβασης αντιπροσωπεύουν τα αντιληπτά «πλεονεκτήματα» και «μειονεκτήματα» για μια προβλεπόμενη αλλαγή συμπεριφοράς (Renner & Schwarzer, 2005).

Στο πλαίσιο της αξιολόγησης των παρεμβάσεων & των τεχνικών συμπεριφορικών αλλαγών, οι Samdal et al. (2017) πραγματοποίησαν μια μετά-ανάλυση από 48 μελέτες (11.183 συμμετέχοντες) για να εξηγήσουν την ετερογένεια των αποτελεσμάτων των παρεμβάσεων για τη φυσική δραστηριότητα και υγιεινή διατροφή σε υπέρβαρους και παχύσαρκους ενήλικες.

Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι οι παρεμβάσεις για την αλλαγή συμπεριφοράς για την υγιεινή διατροφή ήταν μέτρια αποτελεσματικές τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και μακροπρόθεσμο επίπεδο.

Επιπρόσθετα, η ετερογένεια μεταξύ των μελετών είναι υψηλή, ειδικά στο βραχυπρόθεσμο επίπεδο παρεμβάσεων. Ωστόσο, η μετά-ανάλυση υποστηρίζει τη χρήση της στοχοθέτησης και αυτοπαρατήρησης της συμπεριφοράς κατά τη συμβουλευτική διαδικασία υπέρβαρων και παχύσαρκων ενηλίκων.

Αν και τα προαναφερθέντα Μοντέλα Συμπεριφοράς Υγείας έχουν χρησιμοποιηθεί με συνέπεια και επιτυχία για την πρόβλεψη των προθέσεων για υγιεινή διατροφή, ορισμένοι εξακολουθούν να αμφισβητούν τον βαθμό στον οποίο αυτά τα μοντέλα είναι σε θέση να εξηγήσουν όλους τους παράγοντες της πρόθεσης και της συμπεριφοράς, όπως για παράδειγμα των διαφορών μεταξύ έναρξης και συντήρησης μιας συμπεριφοράς (Samdal, Eide, Barth, Williams, & Meland, 2017). Σε αυτό το πλαίσιο η έρευνα άρχισε να επικεντρώνεται σε ατομικούς (“self-“) ψυχολογικούς παράγοντες για τη διερεύνηση των προθέσεων για τις συμπεριφορές υγείας.

Στο πλαίσιο της επέκτασης αυτών των μοντέλων συμπεριφοράς στην υγεία πολλοί ερευνητές άρχισαν να διερευνούν πώς η Αυτό-Ταυτότητα (Self-Identity) συμβάλλει στην πρόθεση εφαρμογής συμπεριφορών που προάγουν την υγεία, όπως η υγιεινή διατροφή.

Η Αυτό-Ταυτότητα αποτελεί έναν διαρκή χαρακτηρισμό της αυτοαντίληψης του ατόμου και την ταύτιση με συγκεκριμένους κοινωνικούς ρόλους που στη συνέχεια επηρεάζουν τη συμπεριφορά του (Brouwer & Mosack, 2015).

Για παράδειγμα, οι Astrom & Rise (2001) διαπίστωσαν σε σχετική έρευνά τους ότι η Αυτό-Ταυτότητα προσέθετε ένα επιπλέον 4% στην πρόθεση για κατανάλωση υγιεινών τροφών πέρα από τα συστατικά του κλασικού μοντέλου της TPB.

Ωστόσο, αυτή η αναπαράσταση πολλαπλών κοινωνικών ρόλων δεν συνδέεται άμεσα με την Παρακίνηση.

To κενό αυτό έρχεται να καλύψει η θεωρία του «self-as-doer». Δηλαδή, όσο περισσότερο κάποιος ταυτίζεται με έναν συγκεκριμένο ρόλο (π.χ. το ρόλο αυτού που τρώει υγιεινά), τόσο πιο πιθανό είναι να παρακινηθεί να συμμετάσχει σε σχετικές συμπεριφορές, π.χ. να τρώει περισσότερα υγιεινά φαγητά (Houser-Marko & Sheldon, 2006).

Ένας άλλος σημαντικός ατομικός ψυχολογικός παράγοντας είναι η αυτοαποτελεσματικότητα (self-efficacy), η οποία αναφέρεται στις πεποιθήσεις που έχουν τα άτομα για να ασκούν έλεγχο, τόσο σε δύσκολες καταστάσεις, όσο και στη δική τους λειτουργία και ο οποίος, σε συνδυασμό με την Παρακίνηση, εμπλέκονται στην έναρξη και διατήρηση της συμπεριφοράς υγείας (Pelletier, Guertin, & Rocchi, 2017).

Σύμφωνα με τον Bandura και την Κοινωνική – Γνωσιακή Θεωρία (Social Cognitive Theory), η αντιληπτή αυτοαποτελεσματικότητα περιλαμβάνει τη ρύθμιση των διαδικασιών σκέψης, των συναισθηματικών καταστάσεων, των κινήτρων, της συμπεριφοράς ή της αλλαγής των περιβαλλοντικών συνθηκών.

Ως εκ τούτου, οι άνθρωποι κάνουν μια εσωτερική εκτίμηση της ικανότητά τους όταν προβλέπουν τη συμπεριφορά τους ή όταν θέτουν στόχους (π.χ. «είμαι βέβαιος ότι μπορώ να ακολουθήσω μια υγιεινή διατροφή ακόμα κι αν ο φίλος μου συνεχίσει να τρέφεται μη υγιεινά»). Έτσι, η πρόθεση ενός ατόμου για να αλλάξει μια συνήθεια που σχετίζεται με την υγεία εξαρτάται σε κάποιο βαθμό από μια σταθερή πίστη στην ικανότητα κάποιου να ασκήσει έλεγχο σε αυτήν τη συνήθεια. (Castillo-Mayén, et al., 2020; Cervone & Pervin, 2019, πp. 330-360).

Ο ψυχολογικός παράγοντας της παρακίνησης

Ένας τρίτος ψυχολογικός παράγοντας για την πραγματοποίηση αλλαγών στον τρόπο ζωής είναι η Παρακίνηση.

Σύμφωνα με τη Θεωρία του Αυτοπροδιορισμού (Self – Determination Theory - SDT), η Παρακίνηση μπορεί να αποκτήσει διαφορετικά επίπεδα εσωτερίκευσης και μπορεί να ταξινομηθεί ως παθητική ή ενεργητική. (Deci & Ryan, 2000; Ryan & Deci, 2000).

Η SDT, η οποία έχει χρησιμοποιηθεί εκτεταμένα για την προώθηση αλλαγών στις συμπεριφορές υγείας, διακρίνει τρείς καταστάσεις Παρακίνησης:

(α) τα αυτόνομα – εσωτερικά κίνητρα,
(β) τα ελεγχόμενα κίνητρα και
(γ) τα μή κίνητρα, και τις αντίστοιχες υποκατηγορίες τους (Ntoumanis, et al., 2021; Sheeran, et al., 2020).

Οι Castillo-Mayén et. al. (2020) σε μελέτη τους, η οποία επικεντρώθηκε σε ψυχολογικούς παράγοντες που συνδέονται με την προσαρμογή σε μια υγιεινή διατροφή σε ασθενείς με καρδιαγγειακή νόσο, διαπίστωσαν θετική αλληλεπίδραση μεταξύ της αυτοαποτελεσματικότητας για τήρηση της μεσογειακής διατροφής, του αυτόνομου κινήτρου για υγιεινή διατροφή και της ικανοποίησης από τη ζωή. Ωστόσο, στην μελέτη δεν προσδιορίστηκε εάν οι μεταβλητές που ερευνήθηκαν σχετίζονται με την πραγματική συμπεριφορά της πρόσληψης υγιεινής τροφής.

Επιπρόσθετα, οι Sheeran et al. (2020) πραγματοποίησαν την πρώτη μετά-ανάλυση της αποτελεσματικότητας της SDT, ως ενός πλαισίου για το σχεδιασμό και την υλοποίηση παρεμβάσεων για την προώθηση της αλλαγής συμπεριφοράς στην υγεία, συμπεριλαμβανομένης της διατροφής.

Η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι παρεμβάσεις με βάση την SDT οδηγούν σε σημαντικές αλλαγές σε διατροφικές συνήθειες, στη φυσική δραστηριότητα και τη διακοπή καπνίσματος, ωστόσο το μέγεθος της αλλαγής συμπεριφοράς είναι μικρό.

Σε αντίστοιχα αποτελέσματα καταλήγουν οι Ntoumanis, et al. (2021), όπου διαπιστώνουν ότι οι παρεμβάσεις με βάση την SDT επηρεάζουν θετικά τις συμπεριφορές υγείας, περισσότερο τη σωματική δραστηριότητα και λιγότερο τις διατροφικές συμπεριφορές και την διακοπή του καπνίσματος, αν και τα περισσότερα αποτελέσματα ήταν από μικρά έως μεσαία, ήταν ετερογενή και διέφεραν σε ισχύ με την πάροδο του χρόνου.

Μοντέλα Σταδίων – Φάσεων Συμπεριφορών Υγείας

Από την άλλη, τα Μοντέλα των Σταδίων υποθέτουν ότι η διαδικασία υιοθέτησης μιας συμπεριφοράς υγείας ακολουθεί βασικά δύο διακριτά στάδια. Το στάδιο της Παρακίνησης, κατά το οποίο τα άτομα αποφασίζουν να αλλάξουν μια συγκεκριμένη συμπεριφορά και το στάδιο της Βούλησης (Volition), κατά τo οποίo τα άτομα καταρτίζουν συγκεκριμένα σχέδια δράσης για την επίτευξη του στόχους τους και αναλαμβάνουν δράση για την υλοποίησή τους (De Ridder, De Wit & Adriaanse, 2009).

Ωστόσο, ειδικά στην περίπτωση της υγιεινής διατροφής, είναι σημαντικό να γίνει διάκριση μεταξύ των εξωτερικών και εσωτερικών κινήτρων, διότι π.χ. τα άτομα μπορεί να υιοθετήσουν τον στόχο της αλλαγής των διατροφικών τους συνηθειών για εξωτερικούς λόγους όπως η αντίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος (De Ridder, De Wit & Adriaanse, 2009).

Από σχετικές εμπειρικές μελέτες έχει καταδειχθεί ότι τα άτομα με εξωτερικό κίνητρο για διατροφική αλλαγή αποτυγχάνουν πιο συχνά να φτάσουν στα επιδιωκόμενα αποτελέσματα αλλαγής βάρους για λόγους που σχετίζονται με το ότι δεν σχεδιάζουν να ενεργήσουν σύμφωνα με τις προθέσεις τους.

Ως εκ τούτου, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι μόνο άτομα με εγγενές κίνητρο για έναν στόχο υγιεινής διατροφής θα προχωρήσουν στο στάδιο της Βούλησης και θα μπουν στη διαδικασία του σχεδιασμού της υλοποίησης του στόχου τους (De Ridder, De Wit & Adriaanse, 2009). Ωστόσο, αυτό το εξωτερικό κίνητρο για την αλλαγή της διατροφής έχει αποδειχθεί ισχυρότερος προγνωστικός παράγοντας από το εσωτερικό κίνητρο στην υιοθέτηση ενός στόχου υγιεινής διατροφής (Baumann, Kaschel, & Kuhl, 2005).

Ένα χαρακτηριστικό Μοντέλο Σταδίων είναι το Health Action Process Approach (HAPA), το οποίο αποτελεί ένα κοινωνικό – γνωστικό μοντέλο. Βασικό στοιχείο του μοντέλου είναι η πρόθεση συμπεριφοράς, η οποία καθορίζει τον βαθμό προσπάθειας των ατόμων για την εφαρμογή μιας συμπεριφοράς υγείας.

Το HAPA αποτελείται από δύο φάσεις και καθορίζει τους παράγοντες της έναρξης και της διατήρησης της συμπεριφοράς υγείας.

  • Η πρώτη φάση είναι η Παρακίνηση - Ώθηση, που οδηγεί σε μια πρόθεση συμπεριφοράς
  • η δεύτερη φάση είναι της Βούλησης που οδηγεί στην πραγματική συμπεριφορά υγείας (Zhang, et al., 2019; Glanz, Rimer, & Viswanath, 2015 p. 156).

Στη φάση της Παρακίνησης, αρχικά το άτομο αξιολογεί γνωστικά την αντίληψη του κινδύνου, δηλαδή, τόσο την αντιληπτή σοβαρότητα των πιθανών απειλών για την υγεία, αλλά και την προσωπική ευπάθεια κάποιου να πέσει θύματα αυτών.

Αντίστοιχα, οι προσδοκίες για το αποτέλεσμα («αν τρώω υγιεινά τρόφιμα, θα μειώσω τον καρδιαγγειακό μου κίνδυνο») θεωρούνται σημαντικές στη φάση κινήτρων, όταν δηλαδή ένα άτομο αξιολογεί τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα ορισμένων συνεπειών συμπεριφοράς, αντικατοπτρίζοντας τις πεποιθήσεις σχετικά με το εάν η ενασχόληση με τη συμπεριφορά θα οδηγήσει σε επιθυμητά αποτελέσματα.

Επιπλέον, χρειάζεται κάποιος να πιστεύει στην ικανότητά του να εκτελέσει μια επιθυμητή ενέργεια («είμαι ικανός να ακολουθήσω μια υγιεινή διατροφή παρά το ότι μου αρέσουν τα ζυμαρικά και τα γλυκά»), διαφορετικά θα αποτύχει να ξεκινήσει δράση (Zhang et al. 2019; Renner & Schwarzer, 2005).

Αφού το άτομο κατευθυνθεί προς μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, κατά το δεύτερο στάδιο του μοντέλου, το άτομο ξεκινά το σχεδιασμό της υλοποίησης των δράσεών του (action planning). Το Σχέδιο περιλαμβάνει στοιχεία που σχετίζονται με την κατάσταση (πότε;, πού;) και τα βήματα των ενεργειών (πώς;). Μόλις όμως ξεκινήσει μια δράση, θα πρέπει και να διατηρηθεί. Ο σχεδιασμός αντιμετώπισης συνεπάγεται και τον εντοπισμό των εμποδίων και περιορισμών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν το σχέδιο σε αποτυχία, καθώς και τη δημιουργία εναλλακτικών σχεδίων (Zhang et al. 2019; Renner & Schwarzer, 2005).

Οι Zhang et al. (2019) σε μετά-ανάλυσή τους κατέληξαν σε θετικά συμπεράσματα για την ισχύ του μοντέλου και στις δύο φάσεις του, ειδικότερα σε ότι αφορά την αυτοαποτελεσματικότητα για τις συμπεριφορές στην υγεία. Ωστόσο, ο παράγοντας της αντίληψης του κινδύνου διαδραματίζει μικρό ρόλο στον καθορισμό της σχετικής με την υγεία συμπεριφοράς και από την άλλη αν και ο φαίνεται να εμπλέκεται στον μηχανισμό με τον οποίο οι προθέσεις σχετίζονται με τη συμπεριφορά, τα αποτελέσματα είναι μέτρια.

Συμπεράσματα και Συμβουλευτικές παρεμβάσεις

Στην παρούσα μελέτη, έγινε μια προσπάθεια εισαγωγικής παρουσίασης των μοντέλων συμπεριφορών στην Υγεία ώστε να εντοπιστούν οι βέλτιστες παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν για να ακολουθήσει ένα άτομο μια υγιεινή διατροφή για να χάσει βάρος και να προωθήσει την υγεία του.

Ως εκ τούτου, ο Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας, αρχικά και με βάση τα μοντέλα συμπεριφοράς στην Υγεία, θα ενημερώσει τον πελάτη για τα οφέλη μιας υγιεινής διατροφής και τους κινδύνους που αντιμετωπίζει εάν συνεχίσει την τρέχουσα συμπεριφορά του, σύμφωνα με τη φάση κινήτρων του μοντέλου HAPA. (Renner & Schwarzer, 2005; Zhang et al. 2019).

Στη συνέχεια ο πελάτης θα ενημερωθεί για τις ενέργειες που απαιτούνται για να αξιολογήσει επαρκώς τις προσπάθειες που απαιτούνται και να θέσει στόχους για να δημιουργήσει μια προσδοκία αποτελεσμάτων. (Renner & Schwarzer, 2005; De Ridder, De Wit, & Adriaanse, 2009).

Για να ενισχύσει ο Σύμβουλος την επίτευξη του στόχου του πελάτη, θα προετοιμάζει μαζί με τον πελάτη ένα σχέδιο δράσης και τις διαδικασίες αυτοελέγχου για να μεγιστοποιήσουν τον αντίκτυπο, σύμφωνα με τους Samdal et al. (2017).

Ταυτόχρονα, ωστόσο, ο Σύμβουλος θα εστιάσει στους ψυχολογικούς παράγοντες που απαιτούνται για την έναρξη και τη διατήρηση της αλλαγής. Ως εκ τούτου, θα τονίσει τα κίνητρα (Sheeran et al. (2020)· Ntoumanis, et al. (2021) και, ειδικότερα, το αυτόνομο - εσωτερικό κίνητρο να ακολουθήσει ο πελάτης μια υγιεινή διατροφή και την αυτο-αποτελεσματικότητα για να ενισχύσει την εσωτερική του εκτίμηση για την ικανότητά του να ακολουθεί μια υγιεινή διατροφή (Castillo-Mayén et al., 2020). Τέλος, ο Σύμβουλος θα υποστηρίξει τον πελάτη να συνειδητοποιήσει τον ρόλο του ώς ένα άτομο που τρώει υγιεινά, ώστε να έχει περισσότερα κίνητρα να συμμετέχει στη νέα του συμπεριφορά (Houser-Marko & Sheldon, 2006).

Βιβλιογραφία

1. Astrom, A. N., & Rise, J. (2001). Young adults' intentions to eat healthy good: Extending the theory of planned behavior. Psychology and Health, 16, 223-237. doi.org/10.1080/08870440108405501.
2. Baumann, N., Kaschel, R., & Kuhl, J. (2005). Striving for unwanted goals: stress-dependent discrepancies between explicit and implicit achievement motives reduce subjective wellbeing and increase psychosomatic symptoms. Journal of personality and social psychology, 89(5), 781–799. doi.org/10.1037/0022-3514.89.5.781.
3. British Nutrition Foundation (2022). Quick facts on a healthy, balanced diet. nutrition.org.uk/healthy-sustainable-diets/healthy-and-sustainable-diets/a-healthy-balanced-diet.
4. Brouwer, A. M., & Mosack, K. E. (2015). Motivating healthy diet behaviors: The self-as-doer identity. Self and Identity, 14(6), 638–653. doi.org/10.1080/15298868.2015.1043335.
5. Brug J. (2008). Determinants of healthy eating: Motivation, abilities and environmental opportunities. Family Practice. Volume 25, Issue suppl_1, Pages i50–i55, doi.org/10.1093/fampra/cmn063.
6. Castillo-Mayén, R., Cano-Espejo, C., Luque, B., Cuadrado, E., Gutiérrez-Domingo, T., Arenas, A., Rubio, S. J., Delgado-Lista, J., Pérez-Martínez, P., & Tabernero, C. (2020). Influence of Self-Efficacy and Motivation to Follow a Healthy Diet on Life Satisfaction of Patients with Cardiovascular Disease: A Longitudinal Study. Nutrients, 12(7), 1903. doi.org/10.3390/nu12071903
7. Cena, H., & Calder, P. C. (2020). Defining a Healthy Diet: Evidence for The Role of Contemporary Dietary Patterns in Health and Disease. Nutrients, 12(2), 334. doi.org/10.3390/nu12020334.
8. Cervone, D., & Pervin, L. A. (2019). Personality: Theory and research. 14th Edition. Hoboken, NJ: John Wiley & Sons, Inc.
9. De Ridder, D., De Wit, J., & Adriaanse, M. A. (2009). Making plans for healthy diet: The role of motivation and action orientation. European Journal of Social Psychology. 39(4), 622–630. doi.org/10.1002/ejsp.560.
10. Deci, E. L., & Ryan, R. M. (2000). The "what" and "why" of goal pursuits: Human needs and the self-determination of behavior. Psychological Inquiry, 11(4), 227–268. doi.org/10.1207/S15327965PLI1104_01.
11. Glanz, Rimer, B. K., & Viswanath, K. (2015). Health behavior : theory, research, and practice / Karen Glanz, Barbara K. Rimer, K. Viswanath, editors. (Fifth edition.). Jossey-Bass.
12. Houser-Marko, L., & Sheldon, K. M. (2006). Motivating behavioral persistence: The self-as-doer construct. Personality and Social Psychology Bulletin, 32, 1037-1049. doi.org/10.1177/0146167206287974.
13. Hruby, A., & Hu, F. B. (2015). The Epidemiology of Obesity: A Big Picture. PharmacoEconomics, 33(7), 673–689. doi.org/10.1007/s40273-014-0243-x.
14. Naughton, P., McCarthy, S.N. & McCarthy, M.B. (2015). The creation of a healthy eating motivation score and its association with food choice and physical activity in a cross sectional sample of Irish adults. International Journal of Behavioral Nutrition and Physical Activity. 12, 74 (2015). doi.org/10.1186/s12966-015-0234-0.
15. Ntoumanis, N., Ng, J., Prestwich, A., Quested, E., Hancox, J. E., Thøgersen-Ntoumani, C., Deci, E. L., Ryan, R. M., Lonsdale, C., & Williams, G. C. (2021). A meta-analysis of self-determination theory-informed intervention studies in the health domain: effects on Motivation, health behavior, physical, and psychological Health. Health psychology review, 15(2), 214–244. doi.org/10.1080/17437199.2020.1718529.
16. Pelletier, L. G., Guertin, C., & Rocchi, M. (2017). The distinctive roles of perceptions of health risks and benefits, self-efficacy, and Motivation in the awareness, initiation, and maintenance of healthy behaviors. In F. Guay, H. W. Marsh, D. M. McInerney, & R. G. Craven, Self: Driving positive psychology and wellbeing (pp. 135–165). IAP Information Age Publishing.
17. Renner, B., & Schwarzer, R. (2005). The Motivation to eat a healthy diet: How intenders and nonintenders differ in terms of risk perception, outcome expectancies, self-efficacy, and nutrition behavior. Polish Psychological Bulletin, 36(1), 7–15.
18. Ryan, R. M., & Deci, E. L. (2000). Self-determination theory and the facilitation of intrinsic Motivation, social development, and wellbeing. American Psychologist, 55(1), 68–78. doi.org/10.1037/0003-066X.55.1.68.
19. Samdal, G. B., Eide, G. E., Barth, T., Williams, G., & Meland, E. (2017). Effective behaviour change techniques for physical activity and healthy eating in overweight and obese adults; systematic review and meta-regression analyses. The international journal of behavioral nutrition and physical activity, 14(1), 42. doi.org/10.1186/s12966-017-0494-y.
20. Sheeran, P., Wright, C. E., Avishai, A., Villegas, M. E., Lindemans, J. W., Klein, W., Rothman, A. J., Miles, E., & Ntoumanis, N. (2020). Self-determination theory interventions for health behavior change: Meta-analysis and meta-analytic structural equation modeling of randomized controlled trials. Journal of consulting and clinical psychology, 88(8), 726–737. doi.org/10.1037/ccp0000501.
21. World Health Organization (2020). Healthy Diet. who.int/news-room/fact-sheets/detail/healthy-diet.
22. World Health Organization (2021). Obesity and overweight. who.int/news-room/fact-sheets/detail/obesity-and-overweight.
23. Zhang, C. Q., Zhang, R., Schwarzer, R., & Hagger, M. S. (2019). A meta-analysis of the health action process approach. Health psychology : official journal of the Division of Health Psychology, American Psychological Association, 38(7), 623–637. doi.org/10.1037/hea0000728.

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Θεόδωρος Σαμπατακάκης - Σύμβουλος Ψ.Υγείας

Ο Θεόδωρος Σαμπατακάκης είναι Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας, Κλινικός Υπνοθεραπευτής και Executive Coach.