Ακρόαση άρθρου......

Ο Μιχάλης Πέτρου γεννήθηκε στη Λεμεσό. Είναι κλινικός ψυχολόγος, κοινωνικός ανθρωπολόγος και διδάκτωρ Κλινικής Ψυχολογίας και Ψυχοπαθολογίας του Πανεπιστημίου Lumiere-Lyon2. Στο βιβλίο του «Σπαράγματα της Γλυκείας χώρας» πραγματεύεται το ζήτημα των αγνοούμενων της Κύπρου από μια ψυχαναλυτική οπτική.

Χρησιμοποιεί αληθινές μαρτυρίες συγγενών των αγνοούμενων, ιστορικές αναφορές πριν και μετά την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, αναζητά το νόημα πίσω από τη διατήρηση αυτού του κοινού μυστικού, μιλά για το πένθος ως υποκειμενική εργασία καθώς και τις προεκτάσεις του τραύματος μέσα στο κοινωνικό σύνολο.

Ο αριθμός 1619 έχει γίνει αριθμός σύμβολο για το πένθος ολόκληρης της Κυπριακής κοινωνίας. 1619 αγνοούμενοι και μαζί με αυτούς οικογένειες στην αναμονή κάποιας πιθανής επιστροφής.

Καθήλωση σε ένα στάδιο μόνιμης θλίψης. «Ο αγνοούμενος δεν βιώνεται ούτε αναπαρίσταται ως απώλεια, αλλά ως απουσία. Η απουσία του, αντικείμενο κοινής και μοιρασμένης διάψευσης, λειτουργεί ως τροφοδότης και ελκυστής συμμαχιών».

Ο Μιχάλης Πέτρου αναφέρει ότι στο συλλογικό πένθος η ατομική εργασία του πένθους όχι μόνο δεν υποστηρίζεται από τις κοινωνικές και πολιτιστικές διεργασίες, αλλά και παρεμποδίζεται ή επιβραδύνεται υπό την επίδραση της αντίστασης που προβάλλει η κοινωνία και η λογική του κράτους στην εργασία του πένθους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η πολιτική εξουσία και οι θεσμοί της διατηρούν την καθήλωση της απώλειας και του τραύματος, εμποδίζοντας το νόημα να μεταλλαγεί, να διαμορφωθεί και να διαμοιραστεί.

Στην Κύπρο, ο θρήνος των αγνοουμένων κατέστη πολιτική υπόθεση. Αλλά και γενικότερα στο σύγχρονο κόσμο, η απώλεια και η διεργασία της, δηλαδή το πένθος αναζητούν υπεκφυγές και τεχνάσματα.

«Όσο η κυπριακή κοινωνία παραμένει σιωπηλή ή απλώς παρηγορούσα, οι οικογένειες των αγνοουμένων είναι αδύνατο να αναλάβουν μόνες τους το ασήκωτο φορτίο της ευθύνης που συνεπάγεται η αποδοχή της οριστικής απώλειας του οικείου τους» (απόσπασμα από την πρώτη ανακοίνωση το Μάιο του 1991 από το βήμα του 3ου Πανελληνίου Συνεδρίου Ψυχολογικής έρευνας στο ΕΚΠΑ).

Στην περίπτωση αυτή ο Πέτρου εκτιμά ότι τις ψυχικές διεργασίες πρέπει να τις αναλάβει ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο. Πιο συγκεκριμένα:

«Είναι σαν, στη βάση μια άρρητης συμφωνίας κυπριακής πολιτείας και κοινωνίας με τους συγγενείς των αγνοουμένων, οι τελευταίοι να επιφορτίστηκαν να αίρουν και να περιφέρουν ένα σταυρό, να προβάλλουν το δράμα μια ολόκληρης κοινωνίας χαινόντων τραυμάτων και ανεπίλυτων πενθών».

ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΔΕΝ ΔΙΑΛΕΞΑ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΜΟΥ
3 Μήπως μεγάλωσες και εσύ με γονείς που ήταν απόμακροι; Δύστροποι; Εγωκεντρικοί; Απορριπτικοί; Ελεγκτικοί; Επικριτικοί; Μη-διαθέσιμοι;
Ανακάλυψε τους τέσσερις τύπους τοξικών-ανώριμων γονέων

«Ο αγνοούμενος είναι για τους ελληνοκυπρίους το αντικείμενο μιας ατέρμονης αναζήτησης και ταυτόχρονα το σύμβολο μιας διεκδίκησης που παραπέμπει στα τραύματα που εξακολουθούν να τους ταλανίζουν, στις απώλειες που οφείλονται στην εισβολή και την κατοχή της πατρίδας τους…»

Μέσα από μαρτυρίες που κατέγραψε ο ίδιος ο Πέτρου διαπιστώνει μια ελλιπή ενημέρωση σχετικά με τα γεγονότα της μέρας της εισβολής. Πολλοί συγγενείς ελπίζουν οι αγνοούμενοι τους να βρίσκονται κρατούμενοι σε κάποιο μέρος της Τουρκίας, άλλοι έχουν βάσιμες ενδείξεις ότι θανατώθηκαν και θάφτηκαν κακήν κακώς σε ομαδικούς τάφους αλλά προτιμούν να το αγνοούν, υπάρχουν και άλλοι που είναι πεπεισμένοι για το θάνατο των συγγενών στους οποίους η πολιτεία δε διευκολύνει την ολοκλήρωση του πένθους, κυρίως για πολιτικές σκοπιμότητες. Γυναίκες που θέλησαν να ξαναπαντρευτούν πήραν διαζύγιο από αγνοούμενους, μητέρες μαυροντυμένες πάντα στην πρώτη γραμμή σε πορείες, ολόκληρες οικογένειες αναφέρονται σε ζωντανούς νεκρούς και το τραύμα διαιωνίζεται. Το πριν και το μετά.

Ο συγγραφέας παρατηρεί στα λόγια των συγγενών «μια ορισμένη μετατραυματική πνευματική σύγχυση, συναισθηματική απόσυρση, αποδιοργάνωση και αυτοεγκατάλειψη. Ένας αφηγηματικός ειρμός προβλεπόμενος, επαναλαμβανόμενος και μονοθεματικός υποδηλώνει την κάμψη και τη στρέβλωση, την αποτυχία της σκέψης.»

Ο Φρόυντ μιλά για την αμφιθυμία του πένθους. Ο νεκρός βιώνεται ταυτόχρονα και ως εχθρός (φάντασμα) του οποίου φοβόμαστε την επιστροφή.

Αυτή η αμφιθυμία στηρίζει μια ψυχική σύγκρουση ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος γι ’αυτόν. Υπάρχει μια αντιπαράθεση συνειδητής οδύνης και ασυνείδητης ικανοποίησης για το θάνατο. (Τοτέμ και Ταμπού )

ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΔΕΝ ΔΙΑΛΕΞΑ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΜΟΥ
3 Μήπως μεγάλωσες και εσύ με γονείς που ήταν απόμακροι; Δύστροποι; Εγωκεντρικοί; Απορριπτικοί; Ελεγκτικοί; Επικριτικοί; Μη-διαθέσιμοι;
Ανακάλυψε τους τέσσερις τύπους τοξικών-ανώριμων γονέων

Ο Φρόυντ πάλι ασχολείται με το πένθος και είναι «κατηγορηματικός πως το υποκείμενο πρέπει να διακόψει το δεσμό με το αντικείμενο που χάθηκε». Τα εμπόδια στην ομαλή λειτουργία της εργασίας του πένθους σχετίζονται με τη ναρκισσιστική φύση των σχέσεων που συνέδεαν το υποκείμενο με το χαμένο του αντικείμενο. Σαν αποτέλεσμα, η απώλεια του αντικειμένου βιώνεται ως απώλεια του Εγώ, του ίδιου του εαυτού.

Σύμφωνα με άλλους ψυχαναλυτές, το πένθος συνδέεται με παλινδρόμηση στον πρωκτικό σαδισμό, προκειμένου να εξηγήσουν τον μελαγχολικό πόνο και το μίσος (Abraham 1924/1965) με την αποτυχία της αρτίωσης της καταθλιπτικής θέσης, λόγω της καταστροφικής επιθετικότητας, και της επικράτησης της παρανοικής- σχιζοειδούς θέσης, πολύ περισσότερο όταν επιβάλλεται η ταύτιση με τη μητέρα που απειλείται από αφανισμό. (Klein, 1935,194,1968.

Σε κάθε περίπτωση, το πένθος δεν είναι ποτέ ατομικό ζήτημα. «Η συλλογικότητα συνοδεύει το μετασχηματισμό του θανάτου από οδυνηρή αντίληψη σε ψυχική αναπαράσταση και σε κοινωνική μνήμη. (..) Οι τελετουργίες ελαφραίνουν το φορτίο των ενδοψυχικών συγκρούσεων και αμφιθυμιών.» (..)Η λογοτεχνική αφήγηση, τα παραμύθια και οι μύθοι είναι μεταβατικά αντικείμενα που υπηρετούν μεταβατικές λειτουργίες: ως χώροι προβολών και ταυτίσεων εξημερώνουν τα ερωτήματα και την ανθρώπινη οδύνη». Ο θάνατος οφείλει να γίνει κάτι το κοινωνικά αποδεκτό. Ας θυμηθούμε πως από αρχαιοτάτων χρόνων η στέρηση ταφής θεωρείται ύβρις ακόμα και σε περίοδο πολέμου.

«Οι άνθρωποι λαχταρούν για το σώμα, επειδή, παραδόξως, το να έχουν το σώμα, τους επιτρέπει να το αφήσουν». (Pauline Boss)

Διχοτόμηση

Ένα μέρος του Εγώ αναγνωρίζει το θάνατο, ενώ ένα άλλο τον αρνείται, τον διαψεύδει τον απορρίπτει. «Ενώπιον ακραίων συνθηκών το Εγώ προκειμένου να αποφύγει την πλήρη αποδιοργάνωση, επιλέγει το διαμοιρασμό του».

Στην περίπτωση των Ελληνοκυπριών η Διχοτόμηση ευρίσκεται και κυριολεκτικά καθώς «οι αρχές εργαλειοποίησαν την οδύνη, στην προσπάθειά τους να προσποριστούν οφέλη, να προάγουν τις πολιτικές τους, χρησιμοποίησαν την απουσία των νεκρών και ως επιχείρημα για την προώθηση της πολιτικής για την επιδιωκόμενη από την κάθε πλευρά λύση: Επανένωση ή Διχοτόμηση.

Ακόμη, ο Πέτρου παραθέτει απόσπασμα του Bion (1957) «Ένας σημαντικός παράγοντας διαφοροποίησης είναι η ικανότητα ανοχής της πολυπλοκότητας, της διαφορετικότητας των προσεγγίσεων, της παροδικότητας και της έννοιας του απείρου. Εδώ το δυναμικό παιχνίδι της σκέψης, της παλινδρόμησης και της απώθησης έχει αντικατασταθεί από τη διχοτόμηση και την προβλητική ταύτιση».

Το υποκείμενο δε θέλει να εγκαταλείψει καμία από τις αντιφατικές του επιλογές. «Όταν ξαφνικά μας περιβάλλει το άγνωστο, όταν η ζωή απειλείται άμεσα, η σκέψη δοκιμάζεται, τότε έχουμε ανάγκη τα πολυυποκειμενικά σύνολα και τους θεσμούς για να συνεπικουρήσουν την υποκειμενική δυνατότητά μας για συμβολοποίηση. Χωρίς εσωτερική ή εξωτερική προσφυγή, το υποκείμενο οδηγείται σε αποδιοργάνωση. Δεν έχει καμία δυνατότητα ψυχικής διεργασίας, υποκειμενοποίησης της εμπειρίας και σύνδεσης της ενορμητικής διέγερσης.»

Τέλος, το απολεσθέν αντικείμενο φυσικά εξιδανικεύεται. Η εξιδανίκευση υποστηρίζει τη διχοτόμηση σε καλό και κακό σα μηχανισμός. «Με την εξιδανίκευση, υποκείμενο και αντικείμενο προστατεύονται από αρχαικά άγχη αφανισμού και δίωξης, τα οποία αναπτύσσονται συνεπεία της απουσίας». «Μερικές φορές, όταν η απώλεια δεν τυγχάνει ικανοποιητικής διεργασίας οδηγεί στη μετάδοση της κρύπτης στην επόμενη γενιά. (..) Αυτό που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά είναι και το θετικό και το αρνητικό. Ό,τι έλειψε, απουσίασε, αποσιωπήθηκε, ό,τι δεν έλαβε συμβολική εγγραφή γίνεται κοινό κτήμα, σε αυτήν που ακολουθεί» (Γεωργιάδη, Πέτρου, 1998, σ.45-6).

Συγκριτικά με τους θεωρητικούς

Σύμφωνα με τη Melanie Klein, «η καταθλιπτική θέση έχει τη ρίζα της στο δεύτερο τρίμηνο ζωής ενός βρέφους. Η διαδικασία της συμβολοποίησης βασίζεται στην ύπαρξη ενός αντικειμένου που μεσολαβεί μεταξύ συμβόλου και αυτού που αναπαριστά. Το υποκείμενο συνειδητοποιεί τη διαφορετικότητά του μέσα από τη σχέση με ένα άλλο αντικείμενο. Με άλλα λόγια, είναι μέσα από την ανάπτυξη της ικανότητας της υποκειμενικότητας, της εμπειρίας του Εγώ, που το άτομο καταφέρνει να συμβολοποιήσει. Καθώς το υποκείμενο αποκτά εικόνα εαυτού, την ίδια στιγμή, μπορεί να βιώσει τους άλλους ως αντικείμενα. Ακόμη, στον κόσμο των whole objects , το υποκείμενο συνειδητοποιεί πως ο ίδιος άνθρωπος μπορεί τη μια στιγμή να σε ευχαριστεί και την άλλη να σε πληγώνει.» (Ogden)

Όταν κάποιος βρίσκεται σε καταθλιπτική θέση, βρίσκεται καθηλωμένος σε μια ιστορία που ο ίδιος δημιουργεί για να εξηγεί το παρελθόν του. Ακόμα και αν οι ερμηνείες αλλάζουν και εξελίσσονται, το παρελθόν μένει αναλλοίωτο. Η θλίψη ότι το παρελθόν δε μπορεί να αλλάξει, η καθήλωση στο χρόνο φέρνουν ένα βάθος και μια σταθερότητας στη βίωση του εαυτού του ατόμου, λέει ο Ogden. Την ίδια στιγμή όμως, το παρελθόν δε χάνεται ποτέ όταν βρίσκεσαι σε καταθλιπτική θέση εφόσον μπορείς να επαναλάβεις την εμπειρία με ένα άλλο μεταβιβαστικό αντικείμενο (Ogden, 1986).

Στις περιπτώσεις των συγγενών παρατηρούμε την καθήλωση τους σε καταθλιπτική θέση, σε μια μόνιμη θλίψη για την απουσία των ανθρώπων τους, σε μια αδυναμία ιστορικοποίησης των γεγονότων. Ο φόβος ότι οι άνθρωποι τους έχουν όντως πεθάνει είναι τόσο ισχυρός, που προτιμούν την άγνοια, την εθελοτυφλία. Ένα μέρος του εαυτού τους φοβάται πως θα χαθεί μαζί με το απολεσθέν αντικείμενο (μας θυμίζει και θεωρία μερικού και ολικού αντικειμένου).

Σύμφωνα με το Φρόυντ στο δοκίμιο του «Πένθος και Μελαγχολία» στο Πένθος χρειάζεται χρόνος για επεξεργασία της πραγματικότητας με κάθε λεπτομέρεια, και όταν αυτό ολοκληρωθεί το εγώ μπορεί να ελευθερώσει τη λίμπιντο από το απολεσθέν αντικείμενο. Είναι η επαφή με την πραγματικότητα που βοηθά στην ολοκλήρωση του πένθους, επομένως όταν αυτή αποσιωπάται ή διαστρεβλώνεται, το υποκείμενο δυσκολεύεται να προχωρήσει τη διεργασία. Επιπλέον, αναφέρεται και εκείνος στην ταύτιση του Εγώ με το απολεσθέν αντικείμενο, στο πένθος του κομματιού του εαυτού σου που χάνεται μαζί με το νεκρό , στη σκιά του που πέφτει πάνω σου. Η ναρκισσιστική ταύτιση  με το αντικείμενο, όταν συμβαίνει, αποτελεί υποκατάστατο ερωτικής κάθεξης, με αποτέλεσμα να μη γίνεται εφικτή η απόσυρση της λίμπιντο. Σα μια παλινδρόμηση σε κανιβαλιστικό ή στοματικό στάδιο, το εγώ θέλει να ενσωματώσει το αντικείμενο.

Τέλος, η αυτοτιμωρία του ατόμου που πενθεί είναι ακόμα μια αντίσταση στη διεργασία του πένθους. Όπως αναφέρει και ο Πέτρου συχνά πιστεύεται πως πένθος σημαίνει λήθη, αλλά στην πραγματικότητα πένθος σημαίνει μνήμη. Να αποκτάς τη δυνατότητα ένταξης του νεκρού στο ιστορικό πλαίσιο της ζωής σου, και μαζί με αυτόν όλες τις κοινές σας μνήμες και αισθήσεις.

 

Βιβλιογραφικές Πηγές

Freud Sigmund, Mourning and Melacholia”

Ogden Thomas, “On the Dialectical Structure of Experience”

Πέτρου Μιχάλης, « Σπαράγματα της Γλυκείας Χώρας»

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Ευαγγελία Μπατού

mpatou evaggeliaΣπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο ΑΠΘ και εργάστηκε για μερικά χρόνια ως καθηγήτρια. Έπειτα σπούδασε Ψυχολογία στο πανεπιστήμιο του Marconi. Σήμερα εκπαιδεύεται στη Συνθετική Ψυχοθεραπεία