Κάποια απογεύματα, η γλώσσα επιστρέφει σαν ανάμνηση. Όχι σαν λέξεις, αλλά σαν ρυθμός, σαν ηχόχρωμα, σαν μια ενσώματη αίσθηση οικειότητας. Εκεί όπου ο λαιμός χαλαρώνει και οι συλλαβές κυλούν χωρίς προσπάθεια, εκεί όπου η ψυχή δεν χρειάζεται να μεταφράζει τον εαυτό της για να γίνει αποδεκτή.