Ακρόαση άρθρου......

Με την πάροδο του χρόνου και κατόπιν διαπίστωσης της αναποτελεσματικότητας των έως τότε μεθόδων, πολλές χώρες ανά τον κόσμο αναζήτησαν τη διαφορετικότητα στην μεθοδολογία των ανακρίσεων κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα (Καράνη, 2021; Schollum, 2017; Walsh & Bull, 2010; Walsh & Milne, 2008; Hartwig, Granhag & Vrij, 2005).

Ως εκ τούτου, καταργήθηκαν οι μέθοδοι «τρίτου βαθμού», σωματικά και ψυχικά κακοποιητικών τεχνικών δηλαδή (Καράνη, 2021), ενώ έλαβαν χώρα νέα μοντέλα.

Η πλέον συνηθέστερη μέθοδος ανάκρισης παγκοσμίως είναι η Reid (John E. Reid and Associates, 2012), ενώ ευρέως διαδεδομένη είναι και η τεχνική της PEACE (Schollum, 2017).  

Παρά την ευρεία χρήση τους, φαίνεται πως οι δύο τεχνικές σημειώνουν αρκετές διαφορές στη διαμόρφωσή τους, γεγονός που εύκολα οδηγεί στην μεταξύ τους σύγκριση και παρατήρηση των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων της κάθε μιας.

Η μέθοδος Reid

Αρχικά η μέθοδος Reid αναπτύχθηκε το 1947 στην Αμερική, όπου και επικρατεί, από τον ομώνυμο ψυχολόγο και τους συνεργάτες του (John E. Reid and Associates, 2012). Έκτοτε το εγχειρίδιο έχει υποστεί προσαρμογές (John E. Reid and Associates, 2012), ώστε να παραμένει επίκαιρο και χρησιμοποιείται παγκοσμίως με στόχο την απόσπαση ομολογιών (John E. Reid and Associates, 2012).

Έχει λίγα και απλά βήματα, τα οποία είναι εύκολο να θυμούνται οι ανακριτές.

Το πρώτο στάδιο, η μη ανακριτική συνέντευξη, αποσκοπεί αφενός στη λήψη ερευνητικών πληροφοριών σχετικά με την οπτική των εμπλεκόμενων υποκειμένων, αφετέρου στις λεπτομέρειες του συμβάντος, όπως η τοποθεσία, πιθανά κίνητρα ή αίτια, καθώς και στην ευκαιρία διάπραξης του εγκλήματος (John E. Reid and Associates, 2012).

Σημαντικό είναι δε, να ληφθούν συμπεριφορικές πληροφορίες, που αφορούν τη γλώσσα και την κινησιολογία των υποκειμένων, και με τις οποίες κρίνεται εάν και κατά πόσο ενδεχομένως ο δράστης μπορεί να ψεύδεται (John E. Reid and Associates, 2012). Κατά τη συνέντευξη δεν επιρρίπτονται κατηγορίες, καθώς είναι κρίσιμο να χτιστεί μια αρμονική σχέση με το υποκείμενο (Abbe & Brandon, 2013; John E. Reid and Associates, 2012).

Εφόσον κριθεί απαραίτητο, ακολουθεί η ανάκριση. Ξεκινώντας, ο συνεντευκτής διαβάζει στον ύποπτο τα δικαιώματά του και επιβεβαιώνει πως είναι κατανοητά (Shipley & Arrigo, 2012). Έπειτα, δηλώνει πως υπάρχουν απτά στοιχεία για την εμπλοκή του υπόπτου στο έγκλημα. Αυτό αποτελεί το πρώτο βήμα της διαδικασίας και ονομάζεται ευθεία αντιπαράθεση (John E. Reid and Associates, 2012). Στο σημείο αυτό, την ανάκριση συνοδεύουν παύσεις, κατά τις οποίες παρατηρούνται οι αντιδράσεις του υπόπτου.

Ζητήματα Ηθικής και Δεοντολογίας στην Άσκηση της Ψυχοθεραπείας
Κύκλος Σεμιναρίων για Επαγγελματίες Ψυχικής Υγείας | Γενική είσοδος: 35 ευρώ

Θεματικές Ενότητες: Διπλές σχέσεις θεραπευτή – θεραπευόμενου | Ψυχική ανθεκτικότητα του θεραπευτή | Υπέρβαση – παραβίαση ορίων στην ψυχοθεραπευτική σχέση | Ειδικές προκλήσεις στην ψυχοθεραπεία | Ζητήματα ηθικής και δεοντολογίας | Διαχείριση εξω-θεραπευτικών πληροφοριών | Διατήρηση και άρση του απορρήτου

Στη συνέχεια ακολουθεί η ανάπτυξη πλαισίου, κατά την οποία ο ανακριτής ξεκινάει έναν μονόλογο (John E. Reid and Associates, 2012). Τότε προτείνονται αίτια που δικαιολογούν την παράβαση, ώστε να ξεκαθαριστεί στον ύποπτο πως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ενεπλάκη και ερευνάται μόνο το αίτιο. Συνήθως ο ύποπτος, αθώος είτε ένοχος, θα επιχειρήσει να αρνηθεί τις κατηγορίες (John E. Reid and Associates, 2012).

Η ανάκριση στο σημείο αυτό εισάγεται στο τρίτο στάδιο της, τη διαχείριση της άρνησης, κατά την οποία ο ανακριτής εμποδίζει το άτομο να αρνηθεί τις κατηγορίες (John E. Reid and Associates, 2012).

Κατά τους John E. Reid and Associates, είναι αρκετά σύνηθες οι αθώοι να μην περνούν στο τέταρτο στάδιο, καθώς δεν επιμένουν να πάρουν το λόγο και οι αρνήσεις τους γίνονται εντονότερες (2012).

Οι ένοχοι ωστόσο, συνήθως επιχειρούν να προσφέρουν λογικά επιχειρήματα και ο ανακριτής αντιμετωπίζει τις αντιρρήσεις με θετικής ή και αρνητικής χροιάς αντεπιχειρήματα. Αξίζει να αναφερθεί πως το εγχειρίδιο της μεθόδου προσφέρει αρκετές φράσεις που χρησιμοποιούνται από τους υπόπτους, καθώς και απαντήσεις από τους ανακριτές, ώστε να είναι προετοιμασμένοι.

Το πέμπτο βήμα αποτελεί η διατήρηση της προσοχής του δράστη, όταν εκείνη ενδέχεται να διασπαστεί και να εστιάσει στην ενδεχόμενη τιμωρία. Η διατήρηση μπορεί να επιτευχθεί μέσω μικρών κινήσεων που εκδηλώνουν συμπάθεια προς το άτομο, όπως ένα άγγιγμα στον ώμο.

Τι να ΜΗΝ περιμένω από την ψυχοθεραπεία μου;
3ωρο Online βιωματικό εργαστήριο του PSYCHOLOGY.GR

Θεματικές Ενότητες: Τι είναι για μένα η ψυχοθεραπεία, τι περιμένω από αυτήν τη διαδικασία; | Τι περιμένω από τον ψυχοθεραπευτή μου; | Ποια είναι τα όριά της ψυχοθεραπείας; | Πώς αντιλαμβάνομαι αν με ωφελεί ή αν τη χρησιμοποιώ ως άλλοθι για να μένω στην ουσία στάσιμος;

Στην φάση αυτή, ο ύποπτος είναι πιθανό να φαίνεται ηττημένος και σε κάποιες περιπτώσεις να ξεσπάσει σε κλάμα. Τώρα ο ανακριτής πραγματοποιεί διαχείριση της παθητικής αυτής στάσης μεγιστοποιώντας την κατάσταση σε μόλις λίγες προτάσεις, ολοκληρώνοντας το έκτο βήμα.

Αμέσως μετά, ακολουθεί το στάδιο των εναλλακτικών ερωτήσεων. Σε αυτό, ο ανακριτής διατυπώνει δύο ερωτήσεις ως προς το αίτιο του εγκλήματος, η μια είναι ελκυστική ενώ η άλλη ανεπιθύμητη. Παραδείγματος χάρη «Το έκανες γιατί το ήθελες ή επειδή σε πλήγωσε;».

Εάν ο δράστης ομολογήσει, τότε η ανάκριση έχει φτάσει στην εκπόνηση λεπτομερειών. Ο συνεντευκτής προτείνεται να κάνει ανοιχτού τύπου ερωτήσεις και να προσπαθήσει να λάβει όσο περισσότερες πληροφορίες. Είναι κρίσιμο να παρθούν πληροφορίες τις οποίες μονάχα ο δράστης θα μπορούσε να γνωρίζει καθώς, έτσι ο κίνδυνος για ψευδείς ομολογίες σχεδόν εξαλείφεται. Τέλος, η ομολογία μετατρέπεται σε γραπτό κείμενο και η ανάκριση ολοκληρώνεται.

Η τεχνική Peace

Σε λίγα βήματα είναι διαιρεμένη και η τεχνική PEACE, η οποία αναπτύχθηκε το 1993 στη Μεγάλη Βρετανία, ως απόπειρα εξάλειψης των ανήθικων μεθόδων ανάκρισης και των αρνητικών συνεπειών τους (Schollum, 2017).

Φαίνεται πως η αφορμή της ανάπτυξης της αποτέλεσε η υπόθεση των έξι του Μπίρμινγκχαμ, στην οποία έξι Ιρλανδοί ψευδώς ομολόγησαν τον βομβαρδισμό δύο παμπ και υπέστησαν περισσότερο από μια δεκαπενταετία φυλάκισης, έως ότου ασκήθηκε έφεση η οποία και οδήγησε στην αθώωσή τους (Hartwig, Granhag & Vrij, 2005).

Οφείλει να επισημανθεί πως στη μέθοδο αυτή προτιμάται η χρήση της φράσης «ερευνητική συνέντευξη» αντί της λέξης «ανάκριση», καθώς παρουσιάζει μια προσέγγιση λιγότερο κατηγορηματική και περισσότερο εστιασμένη στη συλλογή πληροφοριών (Schollum, 2017).

Η PEACE είναι ακρώνυμο στην αγγλική γλώσσα για τα εξής πέντε βήματα:

  • Σχεδιασμός και προετοιμασία (Preparation and Planning),
  • αλληλεπίδραση και παροχή εξηγήσεων (Engage and Explain),
  • λήψη κατάθεσης (Account),
  • συγκεφαλαίωση (Closure)
  • αξιολόγηση (Evaluation) (Schollum, 2017; Walsh & Bull, 2010).

Στο πρώτο βήμα ο ερευνητής πρέπει να συλλέξει όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες και να δομήσει το περιεχόμενό της συνέντευξης με μεγάλη προσοχή (Schollum, 2017; Walsh & Bull, 2010).

Στο επόμενο στάδιο, εξηγείται η πορεία και ο στόχος της συνέντευξης στον ύποπτο, ενώ ταυτόχρονα επιχειρείται να εγκατασταθεί μια αρμονική σχέση μαζί του (Schollum, 2017; Walsh & Bull, 2010).

Έπειτα, ακολουθεί η λήψη κατάθεσης, κατά την οποία δε διακόπτεται ο συνεντευξιαζόμενος και χρησιμοποιούνται τεχνικές που τον ωθούν στην περαιτέρω ανάλυση και διεύρυνση του γεγονότος (Schollum, 2017). 

Η συνέντευξη φτάνει στο τέλος της με το βήμα της συγκεφαλαίωσης. Αυτό εξυπηρετεί στην κατανόηση του υπόπτου για όσα συνέβησαν κατά τη συνέντευξη καθώς και στη διευκρίνηση πως οι πληροφορίες δόθηκαν με ειλικρίνεια και ελεύθερη βούληση (Schollum, 2017; Walsh & Bull, 2010). Εφόσον το επιθυμεί, το άτομο μπορεί αργότερα να προσφέρει περαιτέρω πληροφορίες (Schollum, 2017).

Τέλος, ο συνεντευκτής εξηγεί τι θα συμβεί στη συνέχεια (Schollum, 2017; Walsh & Bull, 2010). Με τη λήξη της διαδικασίας αυτής, ο συνεντευκτής, έχει φτάσει στο στάδιο της αξιολόγησης και πρέπει να εντοπίσει τα δυνατά και αδύναμα σημεία της συνέντευξης, ώστε να γνωρίζει τι χρήζει βελτίωσης (Schollum, 2017; Walsh & Bull, 2010).

Δικαστική Ψυχολογία – Ερμηνείες της εγκληματικής συμπεριφοράς E-Learning - Σεμινάριο στην πλατφόρμα του Psyversity. Παρακολουθήστε από το κινητό ή τον υπολογιστή σας, στον χρόνο που εσείς επιλέγετε. Παρέχεται βεβαίωση παρακολούθησης, με την επιτυχή ολοκλήρωση του τελικού τεστ αξιολόγησης.

Σύγκριση των μεθόδων Reid και Peace

Εφόσον πραγματοποιηθεί σύγκριση μεταξύ της μεθόδου Reid με την PEACE, τα μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα τους παρατηρούνται με μεγαλύτερη ευκολία, ενώ τα κοινά σημεία είναι ελάχιστα.

Αρχικά, ο σκοπός των τεχνικών διαφέρει σε σημαντικό βαθμό. Η PEACE αποσκοπεί στην ακριβή και ολοκληρωμένη λήψη καταθέσεων οι οποίες θα γίνουν δεκτές στο δικαστήριο, καθώς σε ορισμένες χώρες, όπως η Μεγάλη Βρετανία, οι καταθέσεις ενδέχεται να απορριφθούν εάν θεωρηθεί πως λήφθηκαν με ανήθικους τρόπους (Schollum, 2017).

Ο πρωταρχικός στόχος της Reid είναι η απόσπαση ομολογίας από τον ύποπτο (John E. Reid and Associates, 2012; Hartwig, Granhag & Vrij, 2005), ακόμη και αν αυτό σημαίνει πως ανήθικες τεχνικές πρέπει να χρησιμοποιηθούν (Hartwig, Granhag & Vrij, 2005; Spielberger, 2004). Σημαντικό πλεονέκτημα της PEACE συνεπώς είναι η ηθική προσέγγιση (Schollum, 2017), γεγονός που φαίνεται να οδηγεί και σε χαμηλότερα ποσοστά ψευδών ομολογιών .

Στον αντίποδα, η τεχνική Reid λέγεται πως φέρει το μειονέκτημα υψηλού κινδύνου για ψευδείς ομολογίες (Hartwig, Granhag & Vrij, 2005).

Ψευδής θεωρείται η ομολογία η οποία πραγματοποιείται από αθώο άτομο και υπάρχουν τρείς κατηγορίες (Καράνη, 2021).

Οι οικειοθελείς, στις οποίες κάποιος μπορεί να προβεί χωρίς να δεχτεί απαραίτητα μεγάλη πίεση από τις αρχές (Καράνη, 2021).

Οι εσωτερικευμένες ομολογίες, που προκύπτουν κυρίως όταν ευεπηρέαστα ή και ευάλωτα άτομα εσωτερικεύουν ένα αίσθημα ενοχής για το έγκλημα και πιστεύουν πως το έχουν διαπράξει οι ίδιοι (Καράνη, 2021), και οι συμμορφούμενες, κατά τις οποίες φαίνεται να έχουν χρησιμοποιηθεί καταπιεστικά μέσα ανάκρισης και ο ύποπτος θεώρησε πως η μόνη λύση αποφυγής της στρεσσογόνου κατάστασης είναι η ομολογία (Καράνη, 2021). Το τελευταίο είδος είναι και το πιο σύνηθες στην μέθοδο ανάκρισης Reid (Shipley & Arrigo, 2012).

Σύμφωνα με την έρευνα των Hartwig, Granhag & Vrij, οι συγγραφείς του εγχειριδίου της Reid ορίζουν με σιγουριά πως κανένας υγιής άνθρωπος δε θα ομολογούσε για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε και πως δεν υπάρχει κανένα ρίσκο στην μέθοδο για την απόσπαση ψευδούς ομολογίας (2005), αγνοώντας ολοκληρωτικά τις οικειοθελείς και συμμορφούμενες ομολογίες.

Οι ερευνητές έπειτα συμπληρώνουν λέγοντας ότι η δήλωση αυτή δεν στηρίζεται από εμπειρικά δεδομένα και συνεπώς είναι άστοχη (2005). Επισημαίνεται πως η τεχνική περιέχει ισχυρά εργαλεία πειθούς και επανειλημμένα φαίνεται από πλήθος ερευνών πως η πιθανότητα ψευδούς ομολογίας αυξάνεται σημαντικά όταν λαμβάνουν χώρα τέτοια μέσα (Hartwig, Granhag & Vrij, 2005). Επιπλέον, ο Turvey τονίζει πως ακόμη και ορθώς να ακολουθηθούν τα βήματα της μεθόδου, προκύπτουν ψευδείς ομολογίες (2014).

Ο ίδιος, ισχυρίζεται πως παρακολουθώντας κανείς αποσπάσεις ψευδών ομολογιών διαπιστώνει την ταυτόχρονη ύπαρξη τουλάχιστον ενός από τα στάδια της Reid (Turvey, 2014). Αντιθέτως καλές χαρακτηρίζονται οι καταθέσεις εκείνες που αποσπώνται με μεθοδολογία που συνάδει με την PEACE (Walsh & Bull, 2010). Μια ενδιαφέρουσα τοποθέτηση ωστόσο, είναι εκείνη του Vrij, ο οποίος ισχυρίζεται πως δεν υπάρχουν τεχνικές ανάκρισης, οι οποίες να ωθούν μονάχα τους ένοχους να μιλήσουν, έτσι συμπέρανε πως όσο πιο πετυχημένη είναι μια τεχνική, τόσο πιο πιθανό είναι να οδηγήσει σε ψευδή ομολογία (Spielberger, 2004).

Με αφορμή την αναφορά των εμπειρικών δεδομένων, είναι ωφέλιμο να αναφερθεί πως πληθώρα πληροφοριών στο εγχειρίδιο της Reid δεν συνάδουν με εμπειρικά δεδομένα. Κατά την μέθοδο παρατηρείται μεταβολή στις κινήσεις των κατηγορούμενων ή και εκδήλωση συγκεκριμένων αγχωτικών στάσεων ή έντονη άρνηση.

Η χρήση ανήθικων τεχνικών από τη Reid δεν παύει να είναι ένα αμφιλεγόμενο τμήμα της τεχνικής. Συγκεκριμένα η παρουσίαση πλαστών στοιχείων, η πραγματοποίηση πολύωρων εξαντλητικών ανακρίσεων και η επιμονή στην ενοχή του υπόπτου, φαίνεται να μην κάνουν τη μέθοδο ιδιαίτερα ελκυστική προς χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία, λόγω της απόρριψης ομολογιών υπό αυτές τις συνθήκες (Schollum, 2017) αλλά και λόγω άγραφων ηθικών κανόνων. Επιπροσθέτως, η χρήση πλαστών στοιχείων ενδέχεται να προκαλέσει προβλήματα, καθώς εάν ο δράστης είναι ένοχος μπορεί κάλλιστα να αντιληφθεί πως κάτι δεν ισχύει και να κατανοήσει πως δεν υπάρχουν απτά στοιχεία εναντίον του (Spielberger, 2004).

Σημαντικό μειονέκτημα της Reid αποτελεί επίσης η απουσία ειδικής εκπαίδευσης ως προς τη μεταχείριση ανηλίκων.

Όταν ζητήθηκε από αστυνομικούς εκπαιδευμένους στη μέθοδο η άποψή τους στο θέμα, οι περισσότεροι απάντησαν: «Τα παιδιά που ανακρίνουμε είναι κτήνη» (Kostelnik & Reppucci, 2009). Επιπλέον αναφέρεται πως οι εκπαιδευμένοι στη μέθοδο ανακριτές φαίνονται πιο αναίσθητοι, ειδικά στους εφήβους, και χρησιμοποιούν τεχνικές που κρίνονται από πολλούς ως ακατάλληλες (Kostelnik & Reppucci, 2009).

Θεωρείται σημαντικό να ανακρίνονται με προσοχή οι ανήλικοι, καθώς ανήκουν στις ευεπηρέαστες ομάδες ατόμων (Brown & Campell, 2010; Kostelnik & Reppucci, 2009). Η παράλειψη ειδικής μεταχείρισης θα μπορούσε να οδηγήσει σε αρνητικές συνέπειες όπως ψευδή ομολογία, δήλωση αναληθών στοιχείων προκειμένου να ικανοποιηθεί ο ανακριτής ή και έλλειψη κατανόησης δικαιωμάτων (Brown & Campell, 2010; Kostelnik & Reppucci, 2009). Προς υπεράσπιση της μεθόδου, ωστόσο αναφέρεται πως οι εκπαιδευμένοι σε εκείνη ανακριτές, τείνουν να αναλαμβάνουν υποθέσεις σοβαρότερου περιεχομένου από τους υπόλοιπους και για αυτό είναι αυστηρότεροι (Kostelnik & Reppucci, 2009). Αξίζει να αναφερθεί πως υπάρχει διαφορά μεταξύ των λεγόμενων του εγχειριδίου και της διαδικτυακής σελίδας της Reid, καθώς στη σελίδα υπογραμμίζεται η προσοχή που πρέπει να δοθεί στην ανάκριση ανηλίκων (Kostelnik & Reppucci, 2009).

Προαναφέρθηκε η έλλειψη κατανόησης δικαιωμάτων από τους ανακρινόμενους, η οποία αποτελεί βασικό μειονέκτημα της μεθόδου PEACE (Walsh & Milne, 2008). Η εξασφάλιση κατανόησης των δικαιωμάτων από τον ανακρινόμενο είναι άκρως απαραίτητη προϋπόθεση, ώστε να μπορέσει η οποιαδήποτε ομολογία να καταστεί αποδεκτή στο δικαστήριο (Schollum, 2017).

Παρόλο που τονίζεται ο κανονισμός αυτός στα στάδια της PEACE, σε μια έρευνα 99 συνεντεύξεων φάνηκε πως μονάχα στις δύο υπήρξε επιβεβαίωση κατανόησης (Walsh & Milne, 2008). Δεν είναι βέβαιο ωστόσο, αν πρόκειται για σφάλμα της τεχνικής ή των ανακριτών.

Μια αιτία για την προσπέραση ορισμένων βημάτων από τους ανακριτές θα μπορούσε να είναι και το πολύ σύντομο χρονικό διάστημα εκπαίδευσης των αστυνομικών (Walsh & Milne, 2008). Συγκεκριμένα, σημειώνεται πως για την εκμάθηση της PEACE απαιτείται μια εβδομάδα, η οποία δεν επαρκεί για τον μεγάλο όγκο πληροφοριών που πρέπει να εμπεδωθούν (Walsh & Milne, 2008; Walsh & Bull, 2010).

Η PEACE θεωρείται από τις ηθικότερες μεθόδους (Walsh & Bull, 2010). Της έχει ασκηθεί κριτική, καθώς υπάρχουν ισχυρισμοί ότι οι ηθικές τεχνικές της έχουν οδηγήσει σε μείωση ομολογιών. Δεν υπάρχουν ωστόσο εμπειρικά δεδομένα που να το επιβεβαιώνουν.

Εκείνο που έχει αποδειχθεί είναι πως αποσπώνται σημαντικά λιγότερες ψευδείς ομολογίες (Walsh & Bull, 2010).

Συμπερασματικά, δεν υπάρχει μέθοδος ανάκρισης χωρίς μειονεκτήματα, ενώ φαίνεται να υπάρχει σύγκρουση απόψεων, ειδικά όταν οι διαφορές είναι τόσο έντονες, όπως για παράδειγμα ο κύριος σκοπός. Η ηθικότερη προσέγγιση μεταξύ των δύο φαίνεται να είναι η PEACE, ωστόσο η μέθοδος Reid δεν παύει να φέρνει εξαιρετικά αποτελέσματα.

 

Ελληνική Βιβλιογραφία

1. Καράνη, Ι. (2021). Η Ψυχολογία της Ομολογίας: Η Συνεισφορά της Δικαστικής Ψυχολογίας στην Ανεύρεση της Ουσιαστικής Αλήθειας και την Προστασία των Δικαιωμάτων του Υπόπτου. The Art of Crime.


Αγγλική Βιβλιογραφία 

1. Abbe, A. & Branson, S. E. (2013). The Role of Rapport in Investigative Interviewing: A Review. Journal of Investigative Psychology and Offender Profiling, 10. doi.org/10.1002/jip.1386
2. Editor A, Brown, J. M. & Editor B, Campell, E. A. (2010). Cambridge Handbook of forensic Psychology. Cambridge University Press, 208-214. doi.org/10.1017/CBO9780511730290
3. Hartwig, M., Granhag, P. A. & Vrij, A. (2005). Police Interrogation from a Social Psychology Perspective. Policing & Society, 15(4). doi.org/10.1080/10439460500309956
4. Kostelnik, J. O. & Reppucci, N. D. (2009). Reid Training and Sensitivity to Developmental Maturity in Interrogation: Results from a National Survey of Police. Behavioral Sciences and the Law, 27. doi.org/10.1002/bsl.871 
5. John E. Reid and Associates, Inc. (2012). The Reid Technique of Interviewing and Interrogation.
6. Schollum, M. (2017). Bringing PEACE to the United States: A Framework for Investigative Interviewing. The Police Chief Magazine.
7. Shipley, S. L. & Arrigo, B. A. (2012). Introduction to Forensic Psychology (3rd Ed.). Academic Press.
8. Turvey, B. E. (2014). Forensic Victimology (2nd Ed.). Elsevier Inc. doi.org/10.1016/C2012-0-06694-X
9. Editor, Spielberger, C. D. (2004). Encyclopedia of Applied Psychology. Elsevier Inc.
10.Walsh, D. & Bull, R. (2010). What Really is Effective in Interviews with Suspects? A Study Comparing Interviewing Skills Against Interviewing Outcomes. Legal and Criminological Psychology, 15. doi.org/10.1348/135532509X463356 
11.Walsh, D. W. & Milne, R. (2008). Keeping the PEACE? A Study of Investigative Interviewing Practices in the Public Sector. Legal and Criminological Psychology, 13. doi.org/10.1348/135532506X157179 

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Αικατερίνη Σταυρίδη

stavridi katerinaΗ Κατερίνα βρίσκεται στο τελευταίο έτος σπουδών ψυχολογίας. Με την απόκτηση του πτυχίου της, ο επόμενος στόχος είναι το μεταπτυχιακό στην νευροψυχολογία.