Ακρόαση άρθρου......

Γιατί επιστρέφουμε στις χειριστικές μας σχέσεις; Τι είναι αυτό που μερικές φορές βρίσκουμε τόσο ελκυστικό στις ψυχολογικά βίαιες καταστάσεις, και μας ωθεί να επιστρέψουμε στις γνώριμες παλιές, τοξικές συνήθειες;

Έχεις αναρωτηθεί ποτέ, γιατί συμβαίνει αυτό; Το πιθανότερο είναι, ότι θα σκέφτεσαι ότι κάνεις κάτι εσύ λάθος. Ή θα κατηγορείς τον εαυτό σου. Ή θα πιστεύεις ότι εσύ φταις για αυτή την κατάσταση.

Κι όμως, υπάρχουν κάποιοι πολύ συγκεκριμένοι λόγοι, που μας ωθούν να επιστρέφουμε πίσω στις χειριστικές σχέσεις:

Η χαμηλή αυτοεκτίμηση, ο τραυματικός δεσμός, η επίκτητη αίσθηση αδυναμίας, ο κύκλος της κακοποίησης, και η εξάρτηση είναι μερικοί από αυτούς. Πάμε να δούμε μαζί, τι είναι όλα αυτά, και μετά να δούμε λίγο καλύτερα γιατί συμβαίνει ό,τι συμβαίνει!

Είναι γνωστό, ότι διάφοροι δεσμοί μπορούν να αναπτυχθούν στις ανθρώπινες σχέσεις. Μάλιστα, μερικές φορές, όταν οι σχέσεις δεν είναι ευδιάκριτες μπορεί να πάρουν μια ιδιαίτερη τροπή, και έτσι τα πράγματα να αλλάξουν. Για παράδειγμα, η σχέση μεταξύ αιχμαλώτων και απαγωγέων, έχει παρατηρηθεί να έχει αινιγματικές επιπλοκές και να συμβάλλει στην ανάπτυξη τρομακτικών και τραυματικών εμπειριών. Μάλιστα, δεν εμφανίστηκαν μόνο σε απαγωγές, αλλά και σε σχέσεις απλής εκμετάλλευσης (Reid et all., 2013)

Οι συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξη του τραυματικού δεσμού, δηλαδή την ανάπτυξη μιας τραυματικής σχέσης μεταξύ θύτη και θύματος, είναι η αντιλαμβανόμενη απειλή για τη σωματική και ψυχολογική επιβίωση του ατόμου από το θύτη, η αδυναμία φυγής, η απομόνωση και το ότι αντιλαμβάνεται το θύμα την καλοσύνη του θύτη. Με άλλα λόγια, νιώθει μόνο, αδύναμο να φύγει, και μια ασφάλεια με την καλοσύνη του θύτη, ακόμα και αν αντιλαμβάνεται τις απειλές για τη σωματική και ψυχική ακεραιότητα του (Reid et all., 2013)

Αναλύοντας περισσότερο τον όρο τραυματικό δεσμό, θα λέγαμε ότι είναι το φαινόμενο ανάπτυξης αμφίδρομων δεσμών μεταξύ θυμάτων και θυτών, σε μια σειρά από εκμεταλλευτικές σχέσεις. Είναι ένας έμφυτος και αυτόματος μηχανισμός επιβίωσης που προκαλείται ως απάντηση στην απομόνωση και την αναπόφευκτη βία, ενώ παράλληλα αντιλαμβάνεται κάποια καλοσύνη από το θύτη (Reid et all., 2013)

Ο θύτης, κάνει πλύση εγκεφάλου στο θύμα, οριζόμενη από τους Kaplan και Sadock (1998) ως τη σκόπιμη δημιουργία σοκ και πρόκλησης απομόνωσης, εκφοβισμού και αποξένωσης, ώστε να αποδυναμώσει τις δυνάμεις του εγώ του θύματος (σ.863) (Reid et all., 2013)

Αξίζει να σημειώσουμε, ότι το άτομο αρνείται ότι είναι θύμα και δυσκολεύεται να αποδεσμευτεί από τον δράστη. Η θεραπεία και η αντιμετώπιση του φαινομένου σύμφωνα με τον Herman (1992a), είναι η ανάπτυξη νέων ουσιαστικών σχέσεων (Reid et all., 2013)

Ζητήματα Ηθικής και Δεοντολογίας στην Άσκηση της Ψυχοθεραπείας
Κύκλος Σεμιναρίων για Επαγγελματίες Ψυχικής Υγείας | Γενική είσοδος: 35 ευρώ

Θεματικές Ενότητες: Διπλές σχέσεις θεραπευτή – θεραπευόμενου | Ψυχική ανθεκτικότητα του θεραπευτή | Υπέρβαση – παραβίαση ορίων στην ψυχοθεραπευτική σχέση | Ειδικές προκλήσεις στην ψυχοθεραπεία | Ζητήματα ηθικής και δεοντολογίας | Διαχείριση εξω-θεραπευτικών πληροφοριών | Διατήρηση και άρση του απορρήτου

Από τον τραυματικό δεσμό λοιπόν, πάμε στην μαθημένη απελπισία, που είναι ένας κύριος παράγοντας που συντελεί σε αυτή την κατάσταση. Βοηθά στην ανάπτυξη του τραυματικού δεσμού, και δίνει το δικό της λιθαράκι στην κατάσταση.

Ένας ακόμα από τους λόγους που επιστρέφουμε στις τοξικές και χειριστικές μας σχέσεις, είναι η επίκτητη αίσθηση αδυναμίας (learned helplessness στα αγγλικά). Με άλλα λόγια, είναι μια κατάσταση, στην οποία το άτομο πιστεύει ότι οι καταστάσεις στη ζωή του δε μπορούν να αλλάξουν. Συνήθως επικεντρώνεται στα αρνητικά γεγονότα της ζωής του, και γίνεται παθητικό, ακόμα και αν έχει την ικανότητα να αλλάξει την κατάσταση.

Όμως, γιατί μπορεί κάποιος να έχει αυτή τη συμπεριφορά; Μπορεί, να θέλει να αποφύγει το σοκ ή να προβλέπει τα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, σε ένα πείραμά που είχε γίνει με 3 ομάδες, οι σκύλοι που είχαν υποστεί σοκ ήταν πιο πιθανό να μη μπορούν να το αποδεχτούν και να το αντιμετωπίσουν, σε σχέση με αυτούς που είτε δε το δέχτηκαν είτε ήταν ομάδα ελέγχου. Επίσης, κάποιοι μπορεί να προβλέπουν και τα αποτελέσματα. Με άλλα λόγια, να θέλουν να προβλέψουν τι θα γίνει στο μέλλον, είτε γιατί φοβούνται το άγνωστο, είτε γιατί θέλουν να είναι σίγουροι για κάτι.

Στην επίκτητη αίσθηση αδυναμίας, τα άτομα πιστεύουν ότι αρνητικά γεγονότα θα συμβούν ακόμα και αν γίνουν κάποιες θετικές πράξεις. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα της συμπεριφοράς του ατόμου. Όπως επίσης, χάνεται το κίνητρο για αλλαγή της κατάστασης με αποτέλεσμα να μειωθεί η ενεργητικότητα και να οδηγηθούμε σε μια παθητικότητα και σε έναν συνεχή αρνητισμό.

Η επίκτητη αίσθηση αδυναμίας, μπορεί να έχει διάφορες μορφές. Για παράδειγμα, ένα άτομο μπορεί να πιστεύει ότι φταίει αυτό για ένα γεγονός που έγινε (πχ ένας κακός βαθμός) και όχι οι καταστάσεις. Αυτό, οδηγεί σε ένα αίσθημα ελέγχου που νιώθει το άτομο, και για αυτό συνεχίζει να νιώθει απελπισμένο. Ωστόσο, αυτή η αίσθηση δεν είναι σταθερή και δεν είναι μακροχρόνια. Οδηγεί σε προσωρινά αποτελέσματα και γεγονότα και πολλές φορές το άτομο δε μπορεί να ευχαριστηθεί τη ζωή του.

Τι να ΜΗΝ περιμένω από την ψυχοθεραπεία μου;
3ωρο Online βιωματικό εργαστήριο του PSYCHOLOGY.GR

Θεματικές Ενότητες: Τι είναι για μένα η ψυχοθεραπεία, τι περιμένω από αυτήν τη διαδικασία; | Τι περιμένω από τον ψυχοθεραπευτή μου; | Ποια είναι τα όριά της ψυχοθεραπείας; | Πώς αντιλαμβάνομαι αν με ωφελεί ή αν τη χρησιμοποιώ ως άλλοθι για να μένω στην ουσία στάσιμος;

Όμως αυτό, πώς σχετίζεται με τις χειριστικές σχέσεις; Πολύ απλά, το άτομο πιστεύει ότι δε μπορεί να αλλάξει τις καταστάσεις, πιστεύει ότι φταίει αυτό για τις αρνητικές συμπεριφορές των άλλων, νιώθει έλεγχο όταν δρα έτσι αλλά η προσωρινή ικανοποίηση δεν του αρκεί. Έτσι, συνεχίζεται αυτό, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο συνεχούς απογοήτευσης και πόνου.

Και μετά; Φυσικά, η εξάρτηση! Τόσο η συναισθηματική (που την έχουν κυρίως οι άντρες), όσο και η οικονομική (που την έχουν οι γυναίκες). Για πάμε να δούμε τι είναι αυτό!

Ένας ακόμα παράγοντας που επιστρέφουμε στις χειριστικές σχέσεις, είναι διότι υπάρχει εξάρτηση μεταξύ του ζευγαριού. Σύμφωνα με τη φεμινιστική θεωρία της Christine Delphy (1984), η εκμετάλλευση των γυναικών δεν συμβαίνει για τα καθήκοντα τους στο σπίτι, αλλά για τα καθήκοντα που είναι εξαρτημένες. Από την άλλη, αυτή η εξάρτηση γίνεται αντιληπτή ως ένα σύνολο από κοινωνικούς, πολιτικούς και πολιτισμικούς παράγοντες (Renault, 2018).

Έτσι, υπάρχουν 2 ειδών εξαρτήσεων που θα αναφερθούμε σήμερα. Η συναισθηματική εξάρτηση, και η οικονομική εξάρτηση. Η συναισθηματική εξάρτηση, βασίζεται κυρίως στα συναισθήματα και σε αυτά που νιώθουμε για τους άλλους. Εν αντιθέσει, η οικονομική εξάρτηση, είναι όταν μας λείπουν χρήματα και χρειάζεται να αγοράσουμε κάτι, ή όταν δε διαχειριζόμαστε εμείς τα οικονομικά του νοικοκυριού, και είμαστε υπόλογοι τους σε κάποιον άλλον.

Η συναισθηματική εξάρτηση είναι με άλλα λόγια, η έντονη ανάγκη για προστασία, υποστήριξη, τρυφερότητα και φροντίδα, ακόμα και όταν το άτομο μπορεί να λειτουργήσει μόνο του (Bornstein, 1992, 1993).

Η οικονομική εξάρτηση αναλύει καταστάσεις στις οποίες το ένα μέλος του ζευγαριού, έχει το αποκλειστικό έλεγχο των χρημάτων του νοικοκυριού.

Όσο πιο μεγάλη είναι η διαφορά στο εισόδημα των δύο ατόμων του νοικοκυριού, τόσο μεγαλύτερη θα είναι και η οικονομική εξάρτηση του λιγότερο "πλούσιου" ατόμου. Επίσης, η οικονομική εξάρτηση παίζει μείζονα ρόλο στον κίνδυνο της κακοποίησης, σε αντίθεση με την συναισθηματική εξάρτηση που παίζει ένα μέτριο ρόλο. Έτσι, η εξάρτηση παίζει σημαντικό ρόλο στη βία: Όσο πιο μεγάλη είναι σε μια γυναίκα η οικονομική εξάρτηση, και όσο πιο μεγάλη η συναισθηματική στον άντρα, τόσο πιο πιθανό είναι να κακοποιηθεί σωματικά από το σύντροφο της

Οι θύτες, απειλούν της γυναίκες και συμπεριφέρονται με άσχημο τρόπο στο χώρο εργασίας τους. Έτσι, τα επίπεδα της οικονομικής εξάρτησης τους μπορεί να μην είναι η αφορμή, αλλά η συνέπεια της κακοποίησης και υψηλός παράγοντας κινδύνου.

Ένας ακόμα πολύ σημαντικός λόγος, που δεν φεύγουμε (ή επιστρέφουμε) στις χειριστικές μας σχέσεις, είναι ο κύκλος της κακοποίησης. Συγκεκριμένα, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε την σωματική επίθεση ως προς την χρονική της διάρκεια και αν είναι συνεχής ή όχι, από άλλες μορφής επίθεσης. Υπάρχουν πολλές μορφές κακοποίησης, όπως η σωματική (όπως προ αναφέρθηκε), η σεξουαλική, η ψυχολογική ή/και ηθική βία. Κοινή συνισταμένη όλων αυτών των μορφών είναι, ότι το άτομο νιώθει ψυχολογικά ευάλωτο, ότι χάνει την δύναμη και τον έλεγχο του, και νιώθει παγιδευμένο στην εξουσία που ασκεί ο θύτης, μέσω της συστηματικής επίθεσης του (Coker et all., 2000)

Η ψυχολογική κακοποίηση, που συνδέεται άρρηκτα με τις τοξικές σχέσεις, περιέχει μέσα φόβο, εγκλωβισμό και απώλειο ελέγχου.

Το άτομο νιώθει ότι έχει υποστεί βία, χωρίς να το έχουν χτυπήσει ή ασκήσει άσεμνες σεξουαλικές πράξεις εις βάρος του. Ωστόσο, συνεχίζει να υπάρχει αυτή η μορφή βίας, ακόμα και αν δεν υπάρχει σωματική ή σεξουαλική επίθεση. Το θύμα δεν τα σκέφτεται από το μυαλό του. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι και η ψυχολογική βία, είναι βία (Coker et all., 2000)!

Οι λόγοι που το άτομο μπορεί να είναι πιο ευάλωτο στη ψυχολογική βία, και να υπομείνει χειριστικές σχέσεις, είναι η κατάχρηση ουσιών και η βία στο οικογενειακό περιβάλλον, όταν υπήρχαν ισχυρότερη συσχετισμοί της βίας μεταξύ συντρόφων. Αυτό ισχύει για όλες τις μορφές βίας, είτε σωματικής είτε σεξουαλικής, είτε ψυχολογικής (Coker et all., 2000)

Παρόλα αυτά, τα άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση, συνήθως είναι αβέβαια για τον εαυτό τους, είναι συγχυσμένα και προσανατολισμένα στο να αποφεύγουν τον κίνδυνο και την πιθανή απώλεια. Είναι ντροπαλά, μετριοπαθή και συναισθηματικά ασταθή, υποτάσσονται εύκολα στους άλλους και δεν έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους (Baumeister et all., 2000).

Ωστόσο, για δεκαετίες επικρατούσε η λαϊκή και επιστημονική σοφία ότι η χαμηλή αυτοεκτίμηση προκαλεί επιθετικότητα. Στο άρθρο αυτό, θα δούμε όχι μόνο γιατί επιστρέφουμε στις χειριστικές μας σχέσεις, αλλά και γιατί οι χειριστικοί άνθρωποι, είναι εν τέλει χειριστικοί και μερικές φορές μπορούν να γίνουν βίαιοι (Baumeister et all., 2000).

Η χαμηλή αυτοεκτίμηση σημαίνει υποταγή στην επιρροή, ενώ η επιθετικότητα σημαίνει αντίσταση και απόρριψη της εξωτερικής επιρροής.

Έτσι, τα άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση είναι μπερδεμένα και αβέβαια για το ποιοι είναι, ενώ τα επιθετικά άτομα μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και να διεκδικήσουν αυτά που θέλουν με μια ισχυρή άποψη για τον εαυτό τους (Baumeister et all., 2000).

Συνοψίζοντας, είδαμε ότι οι παράγοντες που οδηγούν ένα άτομο να επιστρέψει σε μια χειριστική σχέση δεν είναι λίγοι, και σίγουρα δεν φταίει το ίδιο! Παρόλα αυτά, χρειάζεται επίγνωση, συνειδητή δουλειά και διάθεση να μπορέσουμε να εργαστούμε συστηματικά με τον εαυτό μας και να καταφέρουμε να απελευθερωθούμε από τα δεσμά των τοξικών σχέσεων.

Αξίζει να θυμόμαστε, ότι καμία κατάσταση δεν είναι μόνιμη και δεν είμαστε δέντρα! Πάντα έχουμε επιλογές και πάντα έχουμε τη δυνατότητα κίνησης, αρκεί να το θέλουμε και να είμαστε πρόθυμοι να εξελιχθούμε.

Όπως και να 'χει, αν όλα αυτά που διάβασες σήμερα σου φάνηκαν βουνό, αλλά παρόλα αυτά αναγνωρίζεις κάποια μοτίβα στον εαυτό σου, θα μπορούσες να επισκεφτείς κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας. Είμαι σίγουρος, ότι η επίγνωση σου θα σε βοηθήσει πολύ στα επόμενα βήματα και θα καταφέρεις να ξεπεράσεις τις χειριστικές σχέσεις σου!


Βιβλιογραφία

Baumeister, R. F., Bushman, B. J., & Campbell, W. K. (2000). Self-esteem, narcissism, and aggression: Does violence result from low self-esteem or from threatened egotism?. Current directions in psychological science, 9(1), 26-29.

Bornstein, R. F. (1992). The dependent personality: developmental, social, and clinical perspectives. Psychological bulletin, 112(1), 3.

Bornstein, R. F. (1993). Dependency and patienthood. Journal of clinical psychology, 49(3), 397-406.

Bornstein, R. F. (2006). The complex relationship between dependency and domestic violence: converging psychological factors and social forces. American psychologist, 61(6), 595.

Coker, A. L., Smith, P. H., McKeown, R. E., & King, M. J. (2000). Frequency and correlates of intimate partner violence by type: physical, sexual, and psychological battering. American journal of public health, 90(4), 553.

Delphy, Christine. 1984. Close to Home: A Materialist Analysis of Women's Oppression. Amherst: University of Massachusetts Press.

Helmert, U., Hermen, B., & Shea, S. (1992). Moderate and vigorous leisure time activity and cardiovascular disease risk factors in West Germany. International Journal of Epidemiology, 45, 439-47.

Kaplan, H. I., Sadock, B. J., & Grebb, J. (1998). Substance related disorders. Kaplan HI, Sadock BJ. Kaplan and Sadock’s synopsis of psychiatry: behavioral sciences, clinical psychiatry. 8th ed. Baltimore: Williams & Wilkins, 419-26.

Learned Helplessness. . (2008).[Video/DVD] Alexander Street. video.alexanderstreet.com/watch/learned-helplessness 

Reid, J. A., Haskell, R. A., Dillahunt-Aspillaga, C., & Thor, J. A. (2013). Contemporary review of empirical and clinical studies of trauma bonding in violent or exploitative relationships. International Journal of Psychology Research, 8(1), 37.

Renault, E. (2018). Dependency. Krisis, (2) www.proquest.com/scholarly-journals/dependency/docview/2291069903/se-2 

Scott, E. K., London, A. S., & Myers, N. A. (2002). Dangerous dependencies: The intersection of welfare reform and domestic violence. Gender & Society, 16(6), 878-897.

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Γεώργιος Κωνσταντίνος Αντωνιάδης

antoniadis giorgosΦοιτητής ψυχολογίας.
Παθιασμένος με την συγγραφή, την ανάγνωση και την αυτοεξέλιξη.