Κάποια απογεύματα, η γλώσσα επιστρέφει σαν ανάμνηση. Όχι σαν λέξεις, αλλά σαν ρυθμός, σαν ηχόχρωμα, σαν μια ενσώματη αίσθηση οικειότητας. Εκεί όπου ο λαιμός χαλαρώνει και οι συλλαβές κυλούν χωρίς προσπάθεια, εκεί όπου η ψυχή δεν χρειάζεται να μεταφράζει τον εαυτό της για να γίνει αποδεκτή.
Δεν είναι όλες οι γλώσσες ίδιες, ακόμη κι αν τις μιλάς άπταιστα. Κάποιες γεννούν νόημα και κάποιες άλλες απλώς διεκπεραιώνουν.
Ψυχολογικές διαστάσεις της γλωσσικής ταυτότητας και της μετανάστευσης
Δύο γυναίκες, και οι δύο άνω των πενήντα πέντε ετών, πέρασαν κάποια στιγμή από το γραφείο μου με διαφορετικά αιτήματα. Η μία είχε γεννηθεί και μεγαλώσει ως ελληνόφωνη στη Γερμανία, σε μια καθημερινότητα όπου το σχολείο, οι φίλοι και η τηλεόραση μιλούσαν μια γλώσσα που δεν ήταν του σπιτιού της.
Η άλλη, γερμανόφωνη, είχε μεγαλώσει στη Σερβία, σε μια κοινωνία όπου η μητρική της γλώσσα ήταν ξένη και κάποιες φορές, ανεπιθύμητη. Στα είκοσί τους βρέθηκαν να μεταναστεύουν για να εγκατασταθούν στην Ελλάδα και τη Γερμανία αντίστοιχα. Και οι δύο πορεύτηκαν σε επαγγελματικά περιβάλλοντα υψηλών απαιτήσεων, σε ρόλους διευθυντικούς, όπου η γλωσσική ευχέρεια ήταν όχι μόνο απαραίτητη, αλλά και δείκτης ικανοτήτων και αποδοχής.
Μα η γλώσσα εκείνη –η γλώσσα που τις περιέβαλε στα πρώτα χρόνια της ζωής τους, στο σχολείο, στη γειτονιά– φαίνεται πως δεν τους ανήκε ολοκληρωτικά· ήταν κάτι που έπρεπε να φορέσουν, να μάθουν, να συνηθίσουν, όχι κάτι που ανέβαινε αυθόρμητα από μέσα τους.
Αυτή η σκέψη με έκανε να αναρωτηθώ για το ποια είναι στ’ αλήθεια η δική μας γλώσσα. Αλήθεια, ποιος την ορίζει; Εμείς οι ίδιοι ή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα; Ο τρόπος που μας κοιτούν οι άλλοι; Ή μήπως η σιωπή που μαθαίνουμε να κρατάμε όταν το όνομά μας προφέρεται λάθος;
Η εμπειρία του να μεγαλώνεις ως "ξένος" σε έναν τόπο, ακόμη και όταν εσύ ο ίδιος δεν έχεις γνωρίσει άλλον τόπο πέρα από αυτόν, αφήνει πίσω της μια πληγή που δεν αφορά στεγνά τη γεωγραφία, αλλά την αίσθηση του ανήκειν.
Και κάπου εκεί, άρχισε να ξεδιπλώνεται ένας κοινός τόπος: η γλώσσα.
Σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, και μέσα από διαφορετικές θεματικές, η αφήγηση των δύο γυναικών ανέδειξε ένα κοινό νήμα. Δεν μίλησαν ποτέ άμεσα για τη γλώσσα – δεν ήταν αυτός ο λόγος που απευθύνθηκαν σε μένα. Και οι δύο, όμως, έχοντας περάσει δεκαετίες μακριά από τη γλώσσα με την οποία μεγάλωσαν, βρέθηκαν κάποια στιγμή να επιστρέφουν –όχι στον τόπο, αλλά στο γλωσσικό πλαίσιο που τους ήταν κάποτε οικείο. Δεν ήταν μια επιστροφή προσχεδιασμένη ή φορτισμένη με συναισθηματισμούς. Ήταν περισσότερο μια συγκυρία, που ανέδειξε κάτι βαθύτερο:
ΚΛΙΝΙΚΗ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ - Κύκλος Επιμορφωτικών Σεμιναρίων για Ειδικούς Ψυχικής Υγείας | Διοργάνωση: PYCHOLOGY.GR | Εισηγήτρια: Χριστίνα Βαϊζίδου, ψυχίατρος - ψυχοθεραπεύτρια. Έκπτωση 50% για πρόωρη εγγραφή.
Σε στιγμές που χρειάστηκε να μιλήσουν ξανά τη γλώσσα της παιδικής τους καθημερινότητας, διαπίστωσαν με έκπληξη ότι δεν μπορούσαν. Όχι επειδή την είχαν ξεχάσει – την καταλάβαιναν, την ένιωθαν κοντά – αλλά επειδή η σύνδεσή τους με αυτή είχε ατονήσει. Ήταν λες και κάτι είχε αλλάξει στον τρόπο με τον οποίο περνούσε από μέσα τους. Λες και η γλώσσα αυτή, που κάποτε ήταν εργαλείο επιβίωσης και έκφρασης, να είχε πάψει να ανήκει στο εσωτερικό τους τοπίο.
Η θεραπευτική αποκατάσταση της γλωσσικής ροής ως πράξη ψυχικής επανένταξης
Το βίωμα της γλωσσικής αποξένωσης, ειδικά όταν δεν έχει επέλθει από συνειδητή απόρριψη αλλά από την αργή φθορά της απόστασης και των ανεπεξέργαστων πιθανών επώδυνων εμπειριών, μπορεί να βιωθεί ως ένα είδος υπαρξιακού τραύματος. Η αμφισημία της ταυτότητας –το να ανήκεις σε έναν τόπο αλλά να μιλάς αλλιώς, να σκέφτεσαι σε δύο γλώσσες και να νιώθεις πως καμία δεν σε περιλαμβάνει– δεν είναι απλώς πολιτισμικό φαινόμενο. Είναι ένα βίωμα, μια συνθήκη που αφήνει το αποτύπωμά της στον τρόπο που οργανώνονται:
- η σκέψη,
- η δομή της μνήμης,
- η συναισθηματική επεξεργασία.
Η γλώσσα, ως εργαλείο όχι μόνο επικοινωνίας, αλλά και εσωτερικής αναπαράστασης, επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνουμε τον κόσμο και τον εαυτό μας μέσα σε αυτόν.
Και όταν αυτή η γλώσσα «μπλοκάρει», όταν παύει να κυλά φυσικά, η γνωστική λειτουργία δείχνει να υποχωρεί ή να αναστέλλεται – όχι λόγω οργανικής βλάβης, αλλά εξαιτίας μιας συναισθηματικής και νοητικής αποσύνδεσης από τις εσωτερικές αναπαραστάσεις, που με τη σειρά τους υποστήριζαν τη γλωσσική λειτουργία.
Η υπνοσυστημική προσέγγιση, όπως την ανέπτυξε ο Gunther Schmidt τη δεκαετία του ΄90, βλέπει τη γλώσσα όχι απλώς ως μέσο επικοινωνίας ή σκέψης, αλλά ως μια διαδικασία που επηρεάζει άμεσα το σώμα, τη ρύθμιση και τη σχέση με τον εαυτό.
DIGITAL BRANDING ΓΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ: Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία, Διαχείριση διαδικτυακής παρουσίας | Ολοκληρωμένος κύκλος επιμορφωτικών σεμιναρίων, 12 εβδομάδων, για το χτίσιμο του διαδικτυακού προφίλ ψυχολόγων | Έκπτωση 50% για πρόωρη εγγραφή | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR
Η γλώσσα, μέσα στο υπνοσυστημικό θεραπευτικό πλαίσιο, δεν χρησιμοποιείται για να περιγράψει την εμπειρία, αλλά για να τη συναντήσει. Δεν απευθύνεται μόνο στο συνειδητό, αλλά εισχωρεί σε εκείνα τα επίπεδα όπου η μνήμη δεν είναι ξερές λέξεις, αλλά αισθήσεις, εικόνες, τόνοι.
Όταν, λοιπόν, η γλώσσα λειτουργεί έτσι, μπορεί να δράσει ρυθμιστικά, να φέρει δηλαδή ηρεμία στο αυτόνομο νευρικό σύστημα, να ενεργοποιήσει αισθήματα ασφάλειας, να ανοίξει χώρους που μέχρι πρότινος παρέμεναν απρόσιτοι. Οι νευροεπιστήμες δείχνουν πως τέτοιες εμπειρίες επηρεάζουν τη συνδεσιμότητα μεταξύ του προμετωπιαίου φλοιού, της αμυγδαλής και του ιππόκαμπου – δομές που σχετίζονται με τη συναισθηματική επεξεργασία, τη μνήμη και τη διαμόρφωση μιας συνεκτικής αίσθησης του εαυτού μέσα στον χρόνο.
Όταν οι λέξεις συντονίζονται με τον ρυθμό της εσωτερικής εμπειρίας, μπορούν να προκαλέσουν πραγματικές αλλαγές στο νευρικό και ενδοκρινικό σύστημα. Η ενεργοποίηση του παρασυμπαθητικού νευρικού τόξου, η αύξηση της ωκυτοκίνης και η μείωση της κορτιζόλης δεν είναι απλές φυσιολογικές αντιδράσεις, αλλά δείκτες ότι το σώμα έχει αρχίσει να νιώθει ασφάλεια. Η φωνή, το βλέμμα, ο τόνος και η παρουσία δεν μεταφέρουν πια μόνο πληροφορία· λειτουργούν ως πράξεις συνάντησης και αναγνώρισης. Μέσα από αυτό το βίωμα, η γλώσσα αποκαθίσταται όχι μόνο ως μέσο έκφρασης, αλλά ως εσωτερικός ρυθμός που επιτρέπει στον εαυτό να φανερωθεί χωρίς την πίεση της εξήγησης, αλλά μέσα από την απλή και αυθεντική παρουσία.
Η επιστροφή στην γλώσσα του ανήκειν ως πράξη επανασύνδεσης με τον εαυτό
Η επανασύνδεση με μια «οικεία» γλώσσα δεν περιορίζεται στην επικοινωνία. Ανοίγει έναν δρόμο επανατοποθέτησης, μέσα σε ένα περιβάλλον νοήματος και ρύθμισης· μια εμπειρία επανεύρεσης του εαυτού μέσα από την οικεία μελωδία των λέξεων, την αρμονία του ρυθμού και την κατανόηση που δεν χρειάζεται επεξηγήσεις. Αυτή η επαφή δεν αφορά μόνο την ψυχολογική σφαίρα, αλλά εκτείνεται σε βαθύτερες νευροφυσιολογικές διαστάσεις.
Όπως αναδεικνύει η υπνοσυστημική, η γλώσσα αποτελεί ψυχοβιολογική διεργασία.
- Τα σύμφωνα,
- οι τονισμοί,
- η προσωδία
- ο ρυθμός της ομιλίας
Ενεργοποιούν αισθητηριακές μνήμες, εντυπωμένες μέσα από σχέσεις ασφάλειας ή απειλής. Η γλώσσα που έχει δεθεί με το συναίσθημα –πέρα από τη λογική– μετατρέπεται σε εσωτερικό τόπο ρύθμισης, σε ζωντανό φορέα σύνδεσης ή αποσύνδεσης. Δεν περιορίζεται στη μεταφορά μηνυμάτων· συνομιλεί με το νευρικό μας σύστημα, γι' αυτό και όταν επιστρέφουμε σε αυτή, δεν χρειάζεται να θυμηθούμε κάτι συγκεκριμένο – απλώς αφήνουμε τον εαυτό μας να περιπλανηθεί μαζί της.
Παρότι διατήρησαν τη γλωσσική τους ικανότητα άρτια, οι δύο γυναίκες βίωσαν έναν αποχωρισμό από το γλωσσικό πλαίσιο του περιβάλλοντός τους· εκείνο που άλλοτε καθιστούσε τη γλώσσα τους φορέα οικειότητας και σχέσης. Η γλώσσα του σπιτιού δεν ήταν μόνο το όχημα της παιδικής ηλικίας ή της οικογενειακής φροντίδας· ήταν ο χώρος στον οποίο μπορούσαν να κινηθούν με άνεση, να εκφραστούν χωρίς επιτήδευση και να συμμετέχουν στη σχέση με έναν τρόπο που επιβεβαίωνε συναισθηματικά την παρουσία τους. Ήταν μια γλώσσα που περιείχε τα σημεία αναφοράς της καθημερινής τους εμπειρίας, τον τόνο, τη σιωπή και το χιούμορ που αναγνωριζόταν.
Πέρα όμως από τις λέξεις, κάθε γλώσσα κουβαλά και μια ολόκληρη πολιτισμική κοσμοαντίληψη – τι αξίζει, τι επιτρέπεται, τι θεωρείται δύναμη ή αδυναμία. Όσοι και όσες διαμορφώθηκαν μέσα σε δύο γλωσσικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα, όπως οι δύο γυναίκες της αφήγησης, χρειάστηκε να ισορροπήσουν ανάμεσα σε δύο κόσμους: εκείνον του σπιτιού και εκείνον του έξω κόσμου, όπου δεν άλλαζε μόνο η γλώσσα, αλλά και το τι είχε νόημα και σημασία, τι θεωρούνταν αποδεκτό και τι προσλαμβανόταν ως λάθος.
Κάθε πλαίσιο ανέδειξε διαφορετικές αξίες, κανόνες και τρόπους σχέσης, και η προσπάθεια να κινηθούν ανάμεσα στα δύο, να μην προδώσουν το ένα για να ανήκουν στο άλλο, δεν ήταν απλή ούτε αόρατη. Κάθε πλαίσιο είχε τις δικές του αξίες και ιεραρχίες – και η προσπάθεια να ανήκεις και στα δύο μπορεί να αφήσει έναν λεπτό, αλλά βαθύ διχασμό.
Όταν λοιπόν η επαφή με τη γλώσσα του σπιτιού αποκαθίσταται, η εμπειρία δεν είναι απλώς μια συγκίνηση ή ένα τρυφερό αίσθημα. Είναι μια διαδικασία εκρηκτική· μια μορφή αναγνώρισης πως αυτό το κομμάτι μας είχε δικό του τόπο και χρόνο που υπήρξε και τότε, είναι που η γλώσσα καταφέρνει να λειτουργήσει ως εργαλείο μέσα από το οποίο συνδέουμε την εμπειρία με το νόημα, και το νόημα με τη συνέχεια του εαυτού μας. Άλλωστε, η στέρηση της έκφρασης δεν είναι μόνο απώλεια λέξεων· είναι απώλεια τρόπου ύπαρξης.
Η γλώσσα ως χώρος αποδοχής
Σχεδόν αυθόρμητα, ο νους μου περιπλανιέται στη διήγηση της Πεντηκοστής. Ίσως αυτή η αφήγηση να ήταν, από την αρχή, μια παρακαταθήκη νοήματος που πέρασε από γενιά σε γενιά – μια προσπάθεια των ανθρώπων της εποχής να μιλήσουν για κάτι που ξεπερνούσε το ιστορικό τους παρόν. Η γλώσσα αναδεικνύεται εκεί όχι ως σύστημα, αλλά ως γέφυρα· όχι ως εργαλείο, αλλά ως τόπος συνάντησης.
Οι Απόστολοι άρχισαν να μιλούν και οι γύρω τους να τους ακούν και να τους καταλαβαίνουν (Πράξεις 2:6). Το επίκεντρο της εμπειρίας δεν βρισκόταν στην επιδεξιότητα του λόγου, αλλά στην ποιότητα της κατανόησης που αναδύθηκε μέσα από τη σχέση. Η γλωσσολαλιά δόθηκε ως δώρο, δεν αναδύθηκε ως επίκτητη ικανότητα και η χάρη δεν ανύψωσε τους ομιλητές· τους ένωσε με τους ακροατές τους. Μέσα από αυτό το άνοιγμα γεννήθηκε μια νέα κοινότητα· όχι στη βάση της υπεροχής, αλλά της συνάντησης. Έτσι, η Εκκλησία αντί να θεμελιωθεί πάνω στην εξουσία και τις ανισότητες, δομήθηκε πάνω στην αγάπη. Γι' αυτό και σε αυτήν την βιβλική περιγραφή η γλώσσα παρουσιάζεται ως κοινός τόπος· ένας χώρος ζεστός και ενσώματος, όπου η σχέση προηγείται της εξήγησης και η αποδοχή ανθίζει με αφετηρία τη διάθεση για συνύπαρξη και επικοινωνία.
Σήμερα, ζούμε σε έναν βαθιά ικανοτιστικό κόσμο, όπου για να έχει κάποιος δικαίωμα σε μια γλώσσα, οφείλει να τη μιλά «άπταιστα». Κι όμως, το «άπταιστα» δεν είναι - και ούτε μπορεί να είναι- καθολικό. Για τον καθένα σημαίνει κάτι άλλο – άψογη προφορά, πλούσιο λεξιλόγιο, σωστή γραμματική, ιδιωματισμοί, παροιμίες, ακόμη και ιδιαίτερο υβραιολόγιο.
Σε αυτό το περιβάλλον, όσοι έχουν διαφορετική σχέση με μια γλώσσα, όπως για παράδειγμα εκείνοι που τη χρησιμοποιούν με τρυφερότητα, αλλά όχι με τελειότητα, συχνά αποκλείονται – όχι επειδή δεν έχουν την ικανότητα να μιλήσουν, αλλά επειδή δεν ταιριάζουν στο εκάστοτε μεταβλητό πρότυπο περί "τέλειας" έκφρασης.
Η υπνοσυστημική θεραπεία και η ορθόδοξη θεολογία όπως καθρεφτίζεται στη διήγηση για το θαύμα της Πεντηκοστής, όμως, δείχνουν προς μια διαφορετική κατεύθυνση. Προτείνουν ότι η επικοινωνία δεν είναι διαγωνισμός ευφράδειας, αλλά πράξη εγγύτητας και κατανόησης. Η γλώσσα δεν μας δίνεται μόνο για να επιδεικνύουμε ικανότητες, αλλά για να συναντιόμαστε και πως ίσως, η πατρίδα να μην είναι πάντα ένας γεωγραφικός τόπος· μπορεί να είναι η γλώσσα που μας εμπεριέχει. Ένας τόπος όπου δεν χρειάζεται να είμαστε άρτιοι ή ακριβείς – αλλά αληθινοί, ώστε να γινόμαστε δεκτοί έτσι, όπως είμαστε.
Ωστόσο, το ερώτημα, παραμένει βαθύτερο. Ποια είναι η "δική μας" γλώσσα; Ποιος ορίζει τι μας ανήκει και τι όχι;
Μέσα στη μεταβλητότητα του πλαισίου και την πολλαπλότητα των ταυτοτήτων που αναδύονται σε κάθε νέο περιβάλλον, η γλώσσα παύει να είναι κάτι στατικό. Δεν είναι μόνο αυτή που μάθαμε πρώτη, ούτε εκείνη που χρησιμοποιούμε περισσότερο. Είναι η γλώσσα που μας χωράει.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Chomsky, N. (1965). Aspects of the theory of syntax. Cambridge, MA: MIT Press.
White, M., & Epston, D. (1990). Narrative means to therapeutic ends. New York: Norton.
Boscolo, L., & Bertrando, P. (1996). Hypothesizing, circularity and neutrality revisited: An invitation to curiosity. Family Process, 35(2), 125–144.
Maturana, H. R., & Varela, F. J. (1987). The tree of knowledge: The biological roots of human understanding. Boston: Shambhala.
Zizioulas, J. D. (1985). Being as Communion: Studies in Personhood and the Church. Crestwood, NY: St. Vladimir's Seminary Press.
Schmidt, G. (2009). Lösungsorientierte Hypnosetherapie: Ressourcenaktivierung durch kreative Kommunikation. Heidelberg: Carl-Auer Verlag.
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Αγγελίνα Μητσάκη - Ψυχολόγος
Αγγελίνα Μητσάκη: έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology
Οι πληροφορίες που αναφέρονται στον επαγγελματικό κατάλογο ειδικών παρέχονται από τους ίδιους τους ειδικούς, κατά την εγγραφή τους στο σύστημα. Όταν βλέπετε την ένδειξη «έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology”, σημαίνει ότι το Psychology έχει ελέγξει, με email, τηλεφωνικά ή/και με λήψη των σχετικών εγγράφων, τα ακόλουθα στοιχεία:
- Ότι ο ειδικός είναι υπαρκτό πρόσωπο.
- Ότι τα πτυχία οι τίτλοι και οι εξειδικεύσεις που αναφέρει είναι αληθινά.
- Ότι οι πληροφορίες που αναφέρει ισχύουν.

Η πορεία μου ως ψυχολόγος καθοδηγείται από μια βαθιά δέσμευση στην κατανόηση και βελτίωση της ανθρώπινης εμπειρίας μέσα από πολιτισμικά ευαίσθητες προσεγγίσεις. Είμαι κάτοχος πτυχίου Ψυχολογίας του E-Campus Università (Novedrate, Ιταλία) και αυτή τη στιγμή ακολουθώ μεταπτυχιακές σπουδές στην Κλινική και Δυναμική Ψυχολογία. Η εκπαίδευσή μου περιλαμβάνει ένα ολοκληρωμένο τετραετές πρόγραμμα στη συστημική θεραπεία και συμβουλευτική