Ακρόαση άρθρου......

Τον Αύγουστο του 2025 με επισκέφθηκε μια αποκάλυψη. Ένα όνειρο που ήρθε σαν δώρο και σαν κατάρα μαζί. Οντότητες εξωανθρώπινες, αόρατες, στάθηκαν πάνω από τη Γη.

Δεν είχαν πρόσωπα, ούτε μορφή. Ήταν ενέργεια, ήταν κρίση, ήταν ο νόμος που δεν κάνει διάλογο. Δεν μπορούσες να τις δεις, μπορούσες μόνο να νιώσεις το αμετάκλητο της απόφασής τους.

Η βεβαιότητα απλώθηκε μέσα μας: η καταστροφή ερχόταν. Δεν ξέραμε αν θα συμβεί σε δύο λεπτά ή σε είκοσι, γιατί το Πότε είχε χάσει κάθε σημασία. Ο χρόνος είχε ήδη διαλυθεί, δεν υπήρχε πριν και μετά. Έμενε μόνο ένα παρόν βαρύ που σε τραβούσε προς τα κάτω. Η αναμονή έπνιγε. Κανείς δεν μιλούσε. Δεν ακουγόταν φωνή, ούτε κραυγή. Μονάχα μια θλίψη χωρίς διέξοδο, μια σιωπηλή αποδοχή ότι όλα είχαν κριθεί.

Και τότε βρέθηκα στο πατρικό μου σπίτι. Η μόνη ανάμνηση από εκεί; Ταξίδι χωρίς επιστροφή σε τόπο τιμωρίας. Το σπίτι υψωνόταν γύρω μου σαν κολαστήριο. Οι τοίχοι δεν με χωρούσαν, με έσφιγγαν, έσταζαν φόβο και αγωνία. Κάθε δωμάτιο μύριζε περιορισμό, κάθε γωνιά κρατούσε μέσα της τις φωνές, τα χτυπήματα, τον τρόμο.

Το κρεβάτι με περίμενε σαν σκηνή πόνου. Δεν το διάλεξα ποτέ, δεν το διεκδίκησα, η θέση μου σε αυτό είχε οριστεί από άλλους. Ένα κομμάτι στρώμα που μου παραχωρούσαν, σαν να με έβαζαν με το ζόρι να χωρέσω εκεί. Όχι φωλιά, μα δεσμά με σεντόνια. Το ξύλο έτριζε απειλητικά κάτω απ’ το σώμα μου, η ανάσα κοβόταν πριν καν κλείσω τα μάτια. Ο ύπνος δεν με λύτρωνε, συνέχιζε την τιμωρία μέσα από μια εξαναγκαστική εγγύτητα που δεν είχα επιλέξει, προσφέροντας ασφάλεια σε ανασφάλειες άλλων.

Κι όμως, εκεί με γύρισε το όνειρο. Στη δική μου πλευρά του κρεβατιού, που ποτέ δεν μου ανήκε, ήταν ξαπλωμένη η κόρη μου. Μικρότερη απ’ ό,τι είναι σήμερα, σαν να είχε λυγίσει ο χρόνος και να έφερε πίσω την αθωότητα. Δεν σκέφτηκα τίποτα, μόνο την τράβηξα αμέσως κοντά μου. Ένωσε το σώμα της με το δικό μου. Πλάτη στο στήθος μου, οι δυο μας στραμμένες προς την ίδια κατεύθυνση. Από ψηλά φαινόμασταν σαν ένα σώμα.

Και τότε συνέβη το αδιανόητο. Η μισή πλευρά του κρεβατιού χάθηκε μονομιάς, και στη θέση της άνοιξε κενό. Σήκωσα τα μάτια και κοίταξα γύρω έντρομη. Στα πόδια του μισού κρεβατιού που είχε απομείνει απλωνόταν το απόλυτο μαύρο, μια άβυσσος που δεν είχε βάθος, ούτε τέλος. Και πιο πέρα, σαν τηλεοθόνη που ξεδιπλωνόταν μέσα μου, ξεπρόβαλαν όλα τα γνωστά: το σπίτι, η πόλη, η χώρα, ο κόσμος, το σύμπαν. Μα δεν υπήρχαν ολόκληρα, υπήρχαν μισά. Όχι τραυματισμένα, όχι κομμένα, απλώς μισά, σαν να είχαν σβηστεί τα υπόλοιπα από την ίδια τη ρίζα της ύπαρξης. Η μισή πόλη έλειπε, μισές οικογένειες, μισοί άνθρωποι, όχι κομμένοι, αλλά ανύπαρκτοι.

Και αμέσως μετά βρέθηκα αλλού. Σε έναν τόπο που δεν αναγνώριζα. Δεν ήταν ούτε η πόλη μου ούτε η χώρα μου, ήταν ένα κενό τοπίο, φτιαγμένο από απομεινάρια. Σπίτια μισά, δρόμοι που σταματούσαν στο πουθενά, άνθρωποι λειψοί, σαν σκιές που είχαν χάσει το υπόλοιπο σώμα τους. Όμως το πιο τρομακτικό δεν ήταν η μορφή τους, ήταν η συμπεριφορά τους.

Κυκλοφορούσαν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Ένας άνδρας περπατούσε κρατώντας το χέρι μιας γυναίκας, μα ήταν μισή γυναίκα. Ένα παιδί έπαιζε μπροστά από μισό σπίτι, σαν να μην έλειπε το υπόλοιπο. Οικογένειες μισές, συνέχιζαν να κινούνται σαν να ήταν ολόκληρες. Κανείς δεν απορούσε, κανείς δεν έκλαιγε, κανείς δεν έδειχνε να βλέπει τον ακρωτηριασμό.

Διαχείριση Κοινωνικού Άγχους στην Πράξη
Ο κύκλος των 6 συναντήσεων αποτελεί ένα βιωματικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα που βοηθά τους συμμετέχοντες να αναγνωρίσουν, να κατανοήσουν και να διαχειριστούν το κοινωνικό άγχος στην πράξη.

Έβλεπα την απουσία να ορθώνεται παντού κι εκείνοι να ζουν σαν να ήταν φυσιολογικό να λείπει το μισό τους. Η κανονικότητα αυτή με πάγωσε περισσότερο κι από την άβυσσο. Γιατί η συνήθεια στο μισό είναι πιο θανατηφόρα από κάθε αφανισμό.

Οι άντρες γύρω μου ούρλιαζαν. Έσπαγαν πράγματα, πετούσαν αντικείμενα, εκτόνωναν τον θυμό τους σαν παιδιά που δεν ξέρουν τι να κάνουν με την οργή τους. Ακόμη και ο πρώην μου φώναζε για την αδικία, για το άδικο της τιμωρίας. Μα οι κραυγές του ήταν κούφιες, έμοιαζαν περισσότερο με παράπονο παρά με δύναμη. Ο νυν σύντροφός μου στεκόταν παραδίπλα, εκνευρισμένος, ανήσυχος, σαν να τον ενοχλούσε περισσότερο ο θόρυβος του χάους παρά η ουσία της καταστροφής. Κοίταξα και τους δύο και ένιωσα να βαραίνει η ψυχή μου. Οι έρωτες που κάποτε περίμενα να με σώσουν έμοιαζαν τώρα με φαντάσματα. Αντί για ώριμη στάση, θόρυβος. Αντί για στήριξη, αδιαφορία. Η οργή τους ήταν μια κουρτίνα που σκέπαζε την πληγή χωρίς να την βλέπει.

Κι ενώ οι άντρες έσκιζαν τον αέρα με φωνές που δεν έφταναν πουθενά, σηκώθηκε μια γυναίκα. Δεν ξέρω από πού ήρθε, δεν ξέρω καν αν ήταν πρόσωπο πραγματικό ή αν η ψυχή μου την έπλασε εκείνη τη στιγμή. Το βλέμμα της ήταν καθαρό, ήσυχο, γαλήνιο, μια ηρεμία που οι δυνατοί του κόσμου τούτου, μαζί και εγώ, θα ονομάζαμε αδυναμία.

Δεν ούρλιαξε. Δεν πέταξε αντικείμενα. Δεν ύψωσε τα χέρια της στον ουρανό. Μονάχα μίλησε. Και η φωνή της, απλή και σταθερή, γκρέμισε όλον τον θόρυβο:

«Πρέπει να δούμε τι κάναμε λάθος».

10 Βιωματικά Εργαστήρια για Γονείς | Κύκλος βιωματικών εργαστηρίων ψυχοεκπαίδευσης και ενδυνάμωσης γονέων Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR

Δεν υπήρχε κατηγορία στη φράση αυτή, δεν υπήρχε οργή. Υπήρχε μόνο η απαίτηση της αλήθειας. Σαν να ξανάγραψε εκείνη τη στιγμή τον ίδιο τον νόμο: ότι τίποτα δεν αλλάζει χωρίς αναγνώριση της ευθύνης. Και οι οντότητες που επέβλεπαν την κρίση έγειραν προς εκείνη. Σαν να άκουσαν. Σαν να έπαιρναν στα σοβαρά μόνο αυτή τη φωνή, μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο θόρυβο και απουσία. Η ψυχή μου έγειρε κι αυτή μαζί τους. Για μια στιγμή, μέσα στην άβυσσο και στη φρίκη, υπήρξε Λόγος.

Κι ύστερα όλα άρχισαν να αλλάζουν. Τα γκρίζα που με τύλιγαν άρχισαν να τρεμοπαίζουν, σαν να ετοιμάζονταν να γεννήσουν χρώμα. Ένιωθα πως κάτι θα ξεδιπλωνόταν, πως το όνειρο θα μιλούσε ακόμη πιο καθαρά, πιο ζωντανά.

Και τότε ξύπνησα. Απότομα. Σαν να με τράβηξε βίαια έξω η πραγματικότητα, αφήνοντάς με με την οργή της απώλειας. Γιατί πάνω που το άχρωμο γινόταν έγχρωμο, εγώ βρέθηκα ξανά στο γκρι της πραγματικότητάς μου. Και το όνειρο έμεινε μισό, όπως ο κόσμος που είχε μόλις αφανιστεί.

Γιουνγκιανή ανάγνωση του ονείρου

Στο άνοιγμα του ονείρου βίωσα την αναμονή χωρίς χρόνο. Το πότε είχε καταργηθεί. Δεν υπήρχε παρελθόν ούτε μέλλον, μόνο ένα αργό και βαρύ παρόν. Αυτή η κατάσταση δεν ήταν απλή αίσθηση φόβου αλλά η nigredo, η σκοτεινή φάση της αλχημείας όπου το Εγώ διαλύεται και χάνει τα όριά του. Η ψυχή πέρασε σε αρχετυπικό χώρο, εκεί όπου κυριαρχεί ο Εαυτός (Self).

Ο Jung περιγράφει τέτοιες στιγμές ως επαφή με το κέντρο και την περιφέρεια του ψυχισμού, με την ολότητα που υπερβαίνει την προσωπική συνείδηση.

Η εμπειρία είχε τον χαρακτήρα του ιερού, του numinosum. Δεν υπήρχε εικόνα που να στηρίζει τον φόβο, υπήρχε μόνο βάρος. Δεν υπήρχε αντικείμενο που να γεννά το δέος, υπήρχε μόνο το ίδιο το δέος. Το σώμα βυθίστηκε σε αυτή την ατμόσφαιρα σαν να το τραβούσε μια δύναμη που δεν άφηνε καμία διέξοδο. Η αποδοχή του τέλους που ακολούθησε δεν ήταν παραίτηση αλλά αναγκαστική προσαρμογή σε κάτι μεγαλύτερο από μένα. Ήταν μύηση στο όριο, η απαρχή της κρίσης που θα ακολουθούσε.

Στη μεριά του κρεβατιού που ποτέ δεν μου ανήκε, βρισκόταν η κόρη μου. Στην πραγματικότητα, βρισκόμουν κι εγώ η ίδια, το παιδί που υπήρξα. Το όνειρο έφερε μπροστά μου μια διπλή εικόνα: το παλιό τραύμα και την τωρινή δυνατότητα. Δεν είδα επιστροφή στη βρεφική ανημπόρια, είδα το Αρχέτυπο του Παιδιού (Child archetype), αυτό που ο Jung περιγράφει ως υπόσχεση ολότητας, το σπέρμα του Εαυτού σε μορφή Αρχής.

Η αγκαλιά μου έδρασε ως τελετουργία επανεγγραφής. Εκεί που κάποτε έμενα έξω από κάθε αίσθηση περιέχοντος, τώρα χώρεσα και την κόρη μου και το παιδί που ήμουν. Το σώμα μου έγινε το όριο που άλλοτε δεν υπήρχε. Το όνειρο δεν μου έδειξε μόνο την ανάγκη να προστατεύσω το παιδί μου, αλλά και την απαίτηση να συμφιλιωθώ με το ίδιο μου το παιδικό κομμάτι. Στην Ορθόδοξη παράδοση, η συγχώρηση δεν σημαίνει λήθη αλλά συν-χώρηση, το άνοιγμα χώρου για να υπάρξουμε μαζί. Μέσα σε εκείνη την αγκαλιά συγχώρεσα και την κόρη μου και τον εαυτό μου. Όχι με την έννοια της ηθικής παραίτησης, αλλά με την έννοια της ψυχικής αποκατάστασης. Το τραύμα δεν σβήστηκε, αλλά απέκτησε χώρο. Και όταν κάτι χωρά, μπορεί να αντέξει.

Αυτή ήταν η πρώτη στιγμή albedo, το λευκό ξέπλυμα μετά το σκοτάδι της nigredo. Όχι ολοκλήρωση, αλλά σημάδι ότι το έργο μπορεί να καθαριστεί, ότι το τραύμα μπορεί να φωτιστεί χωρίς να εξαφανιστεί. Το λευκό αυτό στάδιο έδωσε για λίγο την αίσθηση πως το παρελθόν μπορεί να ανασάνει μέσα σε νέο χώρο.

Η στιγμή του αφανισμού δεν έφερε την ολοκληρωτική εξαφάνιση, αλλά την εξαφάνιση των μισών. Δεν χάθηκαν όλα, χάθηκαν τα μισά. Η εμπειρία ήταν απόλυτη. Δεν είδα τραυματισμένα σώματα ή διαλυμένα αντικείμενα, είδα να υφίστανται μόνο τα μισά, σαν το υπόλοιπο να είχε διαγραφεί από τον ιστό της ύπαρξης. Το κρεβάτι μισό, το σπίτι μισό, οι άνθρωποι μισοί.

Ο Jung θα το αναγνώριζε ως αλχημική separatio. Το όνειρο λειτούργησε σαν διαδικασία διάκρισης: ό,τι είχε ουσία και συνοχή έμεινε, ό,τι ήταν ημιτελές εξαφανίστηκε. Η separatio δεν είναι τυφλή καταστροφή, είναι ακριβής διάγνωση. Η ψυχή αποκαλύπτει ποιοι δεσμοί, ποια σχήματα ζωής, ποιες σχέσεις δεν αντέχουν σε κρίση επειδή δεν έχουν εσωτερικό βάθος. Ο Νόμος που αναδύθηκε ήταν αδυσώπητος: το μισό δεν επιβιώνει. Μόνο το Ένα μένει.

Η εικόνα δεν είναι μόνο προσωπική, αλλά και συλλογική. Οι μισοί άνθρωποι που συνάντησα αντιπροσωπεύουν την ανθρώπινη τάση να ζει κανείς με μισό εαυτό, με μισές σχέσεις, με μισή αλήθεια. Το όνειρο φανέρωσε ότι αυτό το σχήμα είναι καταδικασμένο. Η ψυχή δεν αντέχει τη μισή ζωή, ζητά την ολότητα.

Αυτό ήταν το πιο σκοτεινό σημείο. Ο Jung έγραψε πως η Σκιά δεν είναι μόνο η βία και η επιθετικότητα, αλλά και η αναισθησία που παγώνει τη συνείδηση. Είναι η συνήθεια στην έλλειψη, η μόνιμη άρνηση να αναγνωρίσεις τι λείπει. Το όνειρο κατέγραψε ακριβώς αυτό: την κανονικοποίηση του ακρωτηριασμού. Να ζεις σαν να μην έχεις μισό εαυτό, μισό σώμα, μισή ζωή.

Η εικόνα αυτή δεν λειτουργεί μόνο ως ατομική προειδοποίηση. Είναι καθολική. Όταν οι άνθρωποι συμφιλιώνονται με το μισό, πεθαίνει η δυνατότητα της μεταμόρφωσης. Χωρίς πένθος, δεν υπάρχει αλλαγή. Χωρίς αναγνώριση του κενού, η ψυχή παραμένει κολλημένη στη σιωπηλή αναισθησία της Σκιάς.

Στη σκηνή που ακολούθησε, οι άνδρες γύρω μου ξέσπασαν με θόρυβο. Αυτή η εικόνα αποκαλύπτει τον Animus στη σκιά του. Ο Animus, όταν παραμένει στη σκιά, δεν φέρνει ούτε λόγο, ούτε δύναμη. Γίνεται θόρυβος, αδράνεια, ανευθυνότητα. Είναι η φωνή που μιλά για αδικία χωρίς να μπορεί να σταθεί απέναντι στην αλήθεια. Είναι η ενόχληση που δεν αντέχει το χάος αλλά δεν τολμά να το αγγίξει. Ο Jung περιέγραψε τον ανώριμο Animus ως άγονο πολλαπλασιαστή λέξεων χωρίς ουσία. Δεν παράγει νόημα, παράγει φασαρία.

Το όνειρο μού έδειξε ότι για χρόνια έστρεφα το βλέμμα μου σε άνδρες που δεν μπορούσαν να σταθούν, ελπίζοντας πως μέσα από εκείνους θα αποκτούσα ακεραιότητα. Περίμενα την ολοκλήρωση μέσα από την ανδρική φιγούρα, και αντί για στήριγμα βρήκα κενότητα. Αυτή η επένδυση είναι που ράγισε εδώ: η ψυχή μου έδειξε πως ο Animus, όπως τον βίωνα εξωτερικά, ήταν ανώριμος και λειψός.

Στο βάθος όμως το μήνυμα δεν αφορούσε εκείνους. Αφορούσε εμένα. Ο εσωτερικός μου Animus χρειάζεται να μετακινηθεί από τη σκιά στην ωριμότητα. Να πάψει να ζητά σωτήρα έξω, να πάψει να αναπαράγει θόρυβο χωρίς κατεύθυνση και να γίνει δύναμη λόγου, κρίσης και ευθύνης μέσα μου. Είναι σκληρό μάθημα: ότι η ενότητα που σώζει δεν έρχεται από τον άλλον, αλλά από την αναγέννηση της εσωτερικής ώριμης αρχής.

Η γυναικεία φωνή που ακούστηκε δεν ήρθε με οργή ούτε με κατηγορία. Ήρθε με καθαρότητα. Αυτή είναι η μορφή της anima veritas, της αρχής που τολμά να πει την αλήθεια γυμνή, χωρίς θεατρικότητα, χωρίς κραυγή. Ο Jung έγραφε ότι η anima μπορεί να είναι πηγή πλάνης ή πηγή αλήθειας. Στη σκιά της γίνεται σειρήνα που μπερδεύει, στην ωριμότητά της γίνεται στόμα του Εαυτού.

Η φράση «Πρέπει να δούμε τι κάναμε λάθος» ήταν η επιτομή νοήματος του ονείρου. Όχι γιατί έδωσε λύση, αλλά γιατί αποκατέστησε την ευθύνη. Στον ψυχισμό μου αυτή η στιγμή ισοδυναμεί με την έξοδο από την άρνηση. Όσο οι άνδρες παράγουν θόρυβο και όσο οι άνθρωποι κινούνται λειψοί σαν να μη λείπει τίποτα, η αλήθεια χάνεται. Η γυναικεία φωνή ξαναφέρνει τη δυνατότητα μεταμόρφωσης, γιατί μόνο η παραδοχή του σφάλματος ανοίγει δρόμο για αλλαγή.

Αυτή η μορφή δεν είναι εξωτερικό πρόσωπο, είναι αρχέτυπο. Είναι η ίδια η ψυχή που αποφασίζει να πάψει να κρύβεται. Και το πιο συγκλονιστικό είναι ότι ακόμη και οι απρόσωπες δυνάμεις της κρίσης έγειραν προς αυτή τη φράση. Σαν να αναγνώριζαν ότι μόνο εκεί υπάρχει νόημα. Το μήνυμα είναι σαφές: το πέρασμα από το μισό στο Ένα δεν γίνεται με φωνές ούτε με εκρήξεις. Γίνεται με την πράξη της αλήθειας, που έχει το θάρρος να δει το λάθος και να το ονομάσει.

Οι παρουσίες που επέβλεπαν την κρίση δεν είχαν πρόσωπο, ούτε φωνή. Δεν ήταν καλοπροαίρετες, ούτε εχθρικές. Δεν έδειχναν οίκτο, δεν έδειχναν μίσος. Ήταν αδιάφορες. Στην εμπειρία μου λειτούργησαν σαν σύμβολο του υπερπροσωπικού Νόμου, μιας αρχής που στέκεται πάνω από την ανθρώπινη τραγωδία και απλώς καταγράφει. Θα μπορούσα να πω ότι προβάλλεται εδώ το Αρχέτυπο του Πατέρα στην καθαρά αρχετυπική του μορφή, εκεί όπου η πατρική αρχή δεν προστατεύει ούτε τιμωρεί αλλά ενσαρκώνει τον Νόμο και την Κρίση. Ταυτόχρονα, είναι και όψη του ίδιου του Εαυτού, της ολότητας που υπερβαίνει το Εγώ. Αυτή η ουδετερότητα είναι που κάνει την παρουσία τους τόσο τρομακτική: Φανέρωσε ότι ο κόσμος δεν γυρίζει γύρω από το δικό μου δράμα, αλλά διέπεται από μια τάξη που με ξεπερνά.

Δεν στάθηκαν στις κραυγές των ανδρών ούτε στην αναισθησία των λειψών ανθρώπων. Έγειραν μόνο προς τη φράση της γυναίκας που μίλησε με αλήθεια. Σαν να επιβεβαίωναν ότι το μόνο που έχει βαρύτητα απέναντι στην κοσμική κρίση είναι η ανάληψη ευθύνης. Όχι η φωνή, όχι ο θόρυβος, αλλά η αλήθεια.

Η παρουσία τους δείχνει ότι το όνειρο δεν μίλησε μόνο για το προσωπικό μου τραύμα, αλλά και για τη σχέση του ανθρώπου με τον απρόσωπο Νόμο που κρατά τον κόσμο. Σαν να μου είπε: δεν κρίνεται μόνο η ζωή σου, κρίνεται η στάση σου απέναντι στο μέτρο. Και το μέτρο είναι απλό και αμείλικτο: μισός ή Ένα.

Το όνειρο σταμάτησε πριν την ολοκλήρωση. Η rubedo, το στάδιο της ενοποίησης και του χρώματος, δεν φανερώθηκε. Μου άφησε την εργασία μισή, για να καταλάβω ότι το τελικό στάδιο δεν χαρίζεται από το ασυνείδητο, αλλά απαιτεί την πράξη της συνείδησης. Ο Jung θεωρούσε ότι το ασυνείδητο δίνει σύμβολα, όχι λύσεις. Η λύση είναι πάντα ευθύνη του Εγώ που πρέπει να σταθεί απέναντι στο βάρος.

Το όνειρο μού έδειξε την ολότητα σαν απαίτηση, όχι σαν κεκτημένο. Μου είπε ότι η ψυχή δεν σώζεται όταν τρέφεται με μισά, όταν συνηθίζει στο κενό, όταν περιμένει τη δύναμη από άλλους. Σώζεται μόνο όταν γίνεται Ένα. Και το Ένα δεν είναι δώρο, είναι έργο. Έργο ψυχοθεραπευτικό, έργο πνευματικό, έργο που δεν ολοκληρώνεται σε μια νύχτα αλλά ζητά ολόκληρη τη ζωή.

Εκεί βρίσκεται και η συγκλονιστική αλήθεια: ότι η μεταμόρφωση δεν είναι φαντασμαγορία ονείρου αλλά πράξη βίου. Το ασυνείδητο άνοιξε την πύλη από όπου τώρα η συνείδηση πρέπει να περάσει.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το όνειρο δεν πρόσφερε παρηγοριά, επέβαλε εργασία. Η ψυχή απαίτησε να κατέβω στις σκιές μου και να τις δω χωρίς να τις αρνηθώ. Να πάψω να συντηρώ μισές μορφές ζωής, μισές σχέσεις, μισές εκδοχές του εαυτού. Να επιστρέψω στον τόπο του τραύματος και να χαράξω εκεί νέους νόμους. Να σταθώ μπροστά στο παιδί που τιμωρήθηκε και αποκλείστηκε και να του ανοίξω χώρο.

Η αλήθεια που φανερώθηκε είναι αμείλικτη. Η μισή ύπαρξη δεν αντέχει. Η άβυσσος δεν εκδικείται, απλά διαχωρίζει. Ό,τι δεν έχει εσωτερική πληρότητα, παρασύρεται στο κενό. Στην αλχημική γλώσσα, το separatio ξεσκεπάζει το ελλιπές και το απομακρύνει. Στη γιουνγκιανή γλώσσα, η Σκιά καταπίνει ό,τι αρνείται την ολότητα.

Αντέχει μόνο αυτό που ολοκληρώθηκε, που απέκτησε όνομα και θέση στον ψυχισμό.
Αντέχει μόνο το Ένα.

Γιατί το Ένα δεν κόβεται.

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Κασσάνδρα Μελαίνη

kassandra maileniJungian Coach και ιδρύτρια του συστήματος Psychodynamic Typology.
Δημιουργός του The Psyche Codex, μιας πρωτότυπης μεθόδου σε μορφή καρτών που αποτυπώνει αρχέτυπα, αμυντικούς μηχανισμούς και ασυνείδητες δυναμικές, λειτουργώντας ως εργαλείο αυτογνωσίας και προσωπικής μεταμόρφωσης.