Με αφορμή την κυκλοφορία της νέας σεζόν του Βlack mirror, και του πρώτου επεισοδίου «Common People», επιχειρώ μια προσπάθεια ανάλυσης, με στόχο την ανάδειξη των κοινωνικοπολιτικών φαινομένων που θίγει, αλλά και τη λεκτικοποίηση και ερμηνεία των συναισθημάτων και του σοκ που μεταδίδεται κατά τη διάρκειά του.
Το επεισόδιο εστιάζει στην ήρεμη ζωή ενός νέου ζευγαριού της εργατικής τάξης, τον Maik και την Amanda. Όλα πηγαίνουν καλά, μέχρι που η Amanda διαγιγνώσκεται με έναν όγκο στον εγκέφαλο και θεωρείται κλινικά νεκρή. Μοναδική σωτηρία παρουσιάζεται η νέα πειραματική επέμβαση μιας νεοσύστατης εταιρίας, της Rivermind. Η επέμβαση προσφέρεται δωρεάν, με τη προϋπόθεση πως ο λήπτης δεσμεύεται να πληρώνει μηνιαία συνδρομή για τη διατήρηση των εγκεφαλικών του λειτουργιών.
Το επεισόδιο είναι αρκετά πυκνό, αναδεικνύοντας ζητήματα όπως η ταξική ανισότητα, η ιδιωτικοποίηση των παροχών υγείας, της βιοπολιτικής και της υπαρξιακής αλλοτρίωσης.
Η τεχνολογία δεν προσφέρεται σαν μέσο υποστήριξης των ανθρώπων, αλλά σαν μέσο χειραφέτησης και ενίσχυσης της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής βίας.
Βιοπολιτική και απώλεια της αυτονομίας
Με τον όρο «Βιοπολιτική», ο Γάλλος φιλόσοφος M. Foucault περιγράφει το τρόπο που η εξουσία διαχειρίζεται τους πληθυσμούς, όχι μέσα από τη τιμωρία και την απαγόρευση, αλλά μέσα από τη ρύθμιση της ζωής, με στόχο τον έλεγχο της υγείας, της αναπαραγωγής, της παραγωγικότητας, της «κανονικότητας», αλλά και του θανάτου.
Στο επεισόδιο βλέπουμε, όχι μόνο τη ζωή της Amanda, αλλά την αυτονομία της σκέψης και των πράξεων της να εξαρτάται από τη μηνιαία συνδρομή στην εταιρία, αναδεικνύοντας μια νέα μορφή δουλείας· η εταιρία κατέχει την τεχνολογία που την κρατά στη ζωή, καθιστώντας την ύπαρξή της ένα συνεχές χρέος. Η βιοπολιτική, εδώ στη πιο ακραία της μορφή, επιτρέπει στο σύγχρονο υποκείμενο να ζει, αλλά μόνο υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει η εξουσία. Το Αμερικάνικο, νεοφιλελεύθερο όνειρο προμηνύει μια συνθήκη που το κράτος είναι εντελώς απόν (ή παρόν μόνο σαν όργανο καταστολής) και την ανάδειξη ενός τεχνοκαπιταλιστικού μεσαίωνα, όπου η υγεία θα ελέγχεται πλήρως από τις ιδιωτικές εταιρείες.
Το ζευγάρι που πρωταγωνιστεί στην ιστορία ό,τι και να κάνει, όσο και να εργαστεί, παραμένει σε ένα καθεστώς οικονομικής εξάρτησης από την εταιρεία. Η πλασματική επιλογή που τίθεται είναι η εξής: Πληρώνεις για να ζεις ή πεθαίνεις. Οι μικρές στιγμές αισιοδοξίας και ελπίδας που προσπαθούν να μεταδώσουν ο ένας στον άλλον ματαιώνονται μετά από κάθε επίσκεψη στον αντιπρόσωπο της εταιρείας που μετασχηματίζει το οικονομικό συμβόλαιο. Ζουν με ένα χρέος που δε μπορούν ποτέ να πληρώσουν.
O D. Graeber (2013) στο βιβλίο του Χρέος, τα Πρώτα 5000 Χρόνια, παρουσιάζει το χρέος σαν μια ιδεολογική χειραγώγηση. Αυτό παρουσιάζεται σαν φυσικό και αναπόφευκτο, καθιστώντας το έτσι έναν καλοσχεδιασμένο μηχανισμό κοινωνικής πειθάρχησης και εξάρτησης. Στοιχεία του δυστοπικού αυτού σεναρίου, σημειώνονται κατά τη παρούσα φάση της οικονομίας, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί και σαν ένα μεταβατικό στάδιο του καπιταλισμού «χωρίς ιδιοκτησία».
Οι υπηρεσίες προς κατανάλωση βασίζονται σε δεδομένα και ο καταναλωτής δεν πληρώνει για να αποκτήσει το προϊόν, αλλά για να το νοικιάσει, ενώ η ιδιοκτησία περιορίζεται στους εταιρικούς κολοσσούς (Netflix αντί για DVD, Spotify αντί για CD κλπ.).
Κύκλος Σεμιναρίων για την Κακοποίηση, Ενδοοικογενειακή Βία | Παιδική Κακοποίηση | Κακοποίηση Ζώων | Κακοποίηση Ηλικιωμένων
| Ψηφιακή Βία & Εγκλήματα στον Κυβερνοχώρο
Εισηγήτρια: Όλγα Τζουραμάνη, Εγκληματολόγος, Συνθετική Ψυχοθεραπεύτρια . Early Bird Εγγραφές: έως 30 Απριλίου 2025
Το σύγχρονο υποκείμενο υπό αυτές τις συνθήκες μπορεί να βιώνει μια ψευδαίσθηση αφθονίας, αλλά στη πραγματικότητα η έννοια της ιδιοκτησία αποδυναμώνεται, και το υποκείμενο γίνεται όλο και πιο εξαρτημένο σε μια προσωρινή και πάντα υπό όρους χρήση της υπηρεσίας.
Συναισθηματική κατάρρευση και εξευτελισμός
Η οικονομική βία και η εξαθλίωση αναδεικνύεται πολύ περισσότερο στην ιστορία του Maik. Βλέπουμε κατά τη διάρκεια του επεισοδίου τις ώρες εργασίας του να αυξάνονται σε βαθμό που αποξενώνεται σταδιακά από τη γυναίκα του, την οποία βλέπει μόνο πριν τον ύπνο. Οι απεγνωσμένες προσπάθειες να καλύπτει τη μηνιαία συνδρομή, με στόχο να κρατά ζωντανή τη γυναίκα του, όσο περνάει ο καιρός φαίνεται να μην επαρκούν. Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να βγάλει λίγα περισσότερα χρήματα, εγγράφεται σε μια σελίδα, με τη σουρεαλιστική ονομασία «Dum-dummies, Make Stupid Money», όπου αναγκάζεται να πουλήσει την ιδιωτικότητα και την αξιοπρέπεια του κάνοντας εξευτελιστικές, αυτοκαταστροφικές και σεξουαλικές πράξεις για αγνώστους που τις ζητάνε έναντι αμοιβής.
Οι σκηνές αυτές παρουσιάζουν με αρκετή ωμότητα την οικονομική εξουσία ως συμβολική κυριαρχία και εργαλείο ταπείνωσης. Στο σημείο αυτό, αυτός που έχει τα χρήματα καθορίζει τους όρους και αυτός που δε τα έχει θα κάνει ότι χρειαστεί για να επιβιώσει. Η διαστροφική φύση της σχέσης αυτής καθορίζεται από την οικονομική ανισότητα, με το πρώτο υποκείμενο να λαμβάνει σαδιστική ικανοποίηση μέσα από το πόνο, την έκθεση και τον εξευτελισμό, και το δεύτερο να τη δέχεται παθητικά. Σημαντικό παραμένει επίσης το γεγονός πως καταναλωτής του περιεχομένου δεν αποτελεί πάντα κάποια άρχουσα τάξη. Όπως φαίνεται στο επεισόδιο, χρήση του site γίνεται από έναν άλλο εργάτη που δουλεύουν μαζί, ο οποίος είναι και αυτός που θα τον εκθέσει, με αποτέλεσμα ο Maik να χάσει στο τέλος τη δουλειά του. Στη σχέση αυτή, ο θεατής (εξίσου καταπιεσμένος) λαμβάνει μια αίσθηση ανωτερότητας, αλλά αποξενώνει το βίωμα του από τη συστημική βία και βαρβαρότητα.
Η ταπείνωση γίνεται προϊόν ψυχαγωγίας και όχι πολιτικό ζήτημα.
Αποπροσωποίηση και τεχνολογικός κατακερματισμός του Εγώ
Με τη σειρά της η Amanda όσο προχωράει το επεισόδιο, σταματάει να είναι απλώς μία επιζούσα λόγω της τεχνολογίας, και μπαίνει σταδιακά σε μια κατάσταση πλήρους αλλοτρίωσης. Η εταιρία την χρησιμοποιεί, χωρίς αυτή να το γνωρίζει, σαν υπολογιστική μονάδα, την οποία βάζει σε rest mode, τη χρησιμοποιεί για να συλλέγει δεδομένα, αλλά και παρεμβαίνει στη συνείδησή της και χρησιμοποιεί το λόγο της για να προβάλει διαφημίσεις.
Στις Σκιές του Έρωτα, για τους αιρετικούς της αγάπης , του Πέτρου Θεοδώρου, από τις Εκδόσεις PSYCHOLOGY.GR: Μια υπαρξιακή προσέγγιση για τον Ερωτα, την αγάπη, τον σεξουαλικό πόθο.
Τα παραπάνω στοιχεία της συμφωνίας σταδιακά επιδεινώνονται σε βαθμό που την κάνουν δυσλειτουργική. Δεν μπορεί να απομακρυνθεί από τη πολιτεία που διαμένει, κοιμάται πολλές ώρες, οι κοινωνικές της σχέσεις γίνονται δυσλειτουργικές και καταλήγει να χάνει τη δουλεία της. Η αναβάθμιση που έκαναν σταδιακά σταμάτησε να παρέχει τα οφέλη που υποσχόταν η εταιρία και η επόμενη αναβάθμιση, το Rivermind Lux, ήταν σε κόστος που δε μπορούσε να καλύψει. Τελευταία της πηγή ικανοποίησης ήταν τα «booster packs», τα οποία της έδιναν πρόσβαση στην αναβαθμισμένη έκδοση μόνο για λίγες ώρες ή λίγα λεπτά. Το Rivermind Lux έδινε τη δυνατότητα στο χρήστη να έχει πλήρη πρόσβαση στις ικανότητες του εγκεφάλου του, να οξύνει τις αισθήσεις, να αυξάνει τις σωματικές του ικανότητες, και το πιο σημαντικό, να έχει πλήρη έλεγχο των συναισθημάτων του.
Το όνειρο του νεοφιλελεύθερου υποκειμένου που μπορεί να καταφέρει τα πάντα, να έχει πλήρη έλεγχο του εαυτού του, να ανταπεξέρχεται στις μη ρεαλιστικές υπερεγωτικές απαιτήσεις της επιτυχίας και να βιώνει μόνο ευτυχία και απόλαυση, δεν ήταν κάτι εφικτό για την Amanda, η οποία μετά από κάθε χρήση ερχόταν σε επαφή με ένα υπαρξιακό κενό.
Η εναλλαγή αυτή έδινε μία εικόνα της πλήρους εξάρτησης, της εξάρτησης που εντοπίζεται στη κλινική της τοξικομανίας.
Στο τέλος του επεισοδίου, όπου κάθε ελπίδα του ζευγαριού έχει καταρρεύσει, ο Maik ξοδεύει τα τελευταία του χρήματα που έβγαλε από τη πώληση της παιδικής κούνιας για να αγοράσει «30 λεπτά γαλήνης» στην Amanda. Εκείνη, σαν μια απόπειρα επανάκτησης της αξιοπρέπειας της, του ζητάει να τη σκοτώσει.
Ο θάνατος, ο οποίος στην αρχή δε μπορούσαν να δεχτούν, παρουσιάζεται τελικά σαν μια πολιτική πράξη αυτοδιάθεσης σε ένα σύστημα που δεν τους επέτρεπε πλέον την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο Maik, αφού πραγματοποιεί την τελευταία επιθυμία της γυναίκας του, μπαίνει στο δωμάτιο που έχει ανοιχτό το «Dum-dummies» κρατώντας μία λεπίδα και κοιτώντας για λίγο το θεατή στα μάτια. Κλείνει τη πόρτα υπονοώντας το τραγικό τέλος.
Αυτή η πορεία σκέψης δε θα κλείσει με κάποιο όμορφο συμπέρασμα σχετικά με τι μας έμαθε το επεισόδιο. Στη τελική η βαρβαρότητα και η εκπαίδευση στην απάθεια (όπως πολύ ωραία δείχνει η σκηνή με την υπάλληλο της Rivermind) είναι ένα ακόμα εργαλείο που ενσωματώνει τη κοινωνικοπολιτική κριτική στο ίδιο σύστημα που τη παράγει και τη μετατρέπει σε μια στιγμιαία συγκίνηση, σε λίγο ακόμα «content».
Δε θα υπήρχε καλύτερος τρόπος να κλείσει αυτό το κείμενο, από μία σύντομη ατάκα του Maik όταν έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με την ιστοσελίδα: «Fucking Americans».
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Ψυχολόγος, κάτοχος μεταπτυχιακού στην Κλινική Ψυχολογία.
Εκπαιδευόμενος στην ψυχαναλυτική προσέγγιση, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον γύρω για την κριτική ψυχολογία.