Να μιλήσουμε σήμερα για αγάπη, δεν σημαίνει ότι αρνιόμαστε την εποχή μας. Σημαίνει ότι επιθυμούμε να ανακτήσουμε ό,τι αληθινό κινδυνεύει να χαθεί.
Σημαίνει να αρνηθούμε τον κυνισμό της χρηστικότητας και να ανοίξουμε ξανά χώρο για διάλογο, για πίστη στον άλλον, για σχέσεις που αντέχουν στον χρόνο.
Σημαίνει να υπερασπιστούμε την πιο βαθιά ανάγκη του ανθρώπου: να υπάρξει όχι μόνος του, αλλά μαζί με τον άλλον, με αλήθεια.
Στην κοινωνία του 21ου αιώνα, αν και η τεχνολογία υπόσχεται μεγαλύτερη συνδεσιμότητα, στην πραγματικότητα ενισχύει συχνά τη μοναξιά και τη ρηχότητα των σχέσεων ή όπως επισημαίνει η Turkle (2011), μας κάνει να είμαστε «μόνοι μαζί».
Η αδιάκοπη ροή πληροφορίας, οι διαρκείς εναλλαγές ερεθισμάτων, η κουλτούρα της αυτό-αναφορικότητας, της εικόνας και της στιγμιαίας ικανοποίησης φαίνεται πως αποδυναμώνουν την ανθρώπινη επαφή και την μετατρέπουν σε κατανάλωση εμπειρίας.
Για παράδειγμα, δύο άνθρωποι μπορεί να περνούν ώρες ανταλλάσσοντας μηνύματα και φωτογραφίες, χωρίς όμως να φτάνουν ποτέ σε μια συζήτηση που να αποκαλύπτει τον εσωτερικό τους κόσμο. Το βάθος δίνει τη θέση του στην αίσθηση μιας διαρκούς «απασχολημένης συνδεσιμότητας».
Η σύγχρονη κοινωνία προωθεί ένα πρότυπο σχέσης που βασίζεται στην ταχύτητα, στην ευκολία, στην ανταλλακτική αξία. Ο Άλλος «χάνεται» και πολλές φορές γίνεται ένα «μέσο» για την ικανοποίηση αναγκών και στόχων - μια παρουσία που αξιολογείται, κρίνεται και αν χρειαστεί αντικαθίσταται. Στις σχέσεις αυτές, λείπει ο χρόνος της αναμονής, η υπομονή του διαλόγου, η ευαλωτότητα της αποκάλυψης. Σχέσεις, στις οποίες όπως μας λέει ο Bauman (2003), η σταθερότητα και η δέσμευση γίνονται σχεδόν αδύνατες.
Αντί της γνήσιας συνάντησης πρόσωπο με πρόσωπο, ανθεί συχνά η διαπραγμάτευση των προσώπων. Έτσι, η αποξένωση, δηλαδή η αίσθηση του αποχωρισμού του ανθρώπου από τον εαυτό του, από τους άλλους και από τον κόσμο, μπορούμε να πούμε ότι γίνεται ψυχική κανονικότητα και αποτελεί ένα από τα υπαρξιακά χαρακτηριστικά της εποχής.
Η αποξένωση, λοιπόν, δεν αποτελεί μόνο κοινωνικό φαινόμενο - είναι και υπαρξιακή πληγή. Είναι η απώλεια του νοήματος της σχέσης, του διαλόγου, της κοινής ζωής.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, όμως, το να μιλάμε για την αγάπη δεν είναι πολυτέλεια - είναι μια ανάγκη. Έτσι, αν η εποχή θέτει την αγάπη υπό αμφισβήτηση, τότε ίσως χρειάζεται να επιστρέψουμε στους στοχαστές εκείνους που είδαν την αγάπη, όχι ως συναλλαγή ή επιθυμία, αλλά ως βαθύτατη πράξη ύπαρξης.
Και τι σημαίνει στ’ αλήθεια ν’ αγαπάς;
ΚΛΙΝΙΚΗ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ - Κύκλος Επιμορφωτικών Σεμιναρίων για Ειδικούς Ψυχικής Υγείας | Διοργάνωση: PYCHOLOGY.GR | Εισηγήτρια: Χριστίνα Βαϊζίδου, ψυχίατρος - ψυχοθεραπεύτρια. Έκπτωση 50% για πρόωρη εγγραφή.
Ο Erich Fromm στο The Art of Loving (1956) προσεγγίζει την αγάπη, όχι ως ένα τυχαίο συναίσθημα ή μια παροδική εμπειρία, αλλά ως μια υπαρξιακή ανάγκη που πηγάζει από τη βαθύτερη φύση του ανθρώπου. Ο Fromm τονίζει :
Η αγάπη δεν είναι μια παθητική εμπειρία· είναι μια ενεργητική πράξη που απαιτεί γνώση, προσπάθεια και δέσμευση. Έτσι, η ικανότητα να αγαπά κανείς προϋποθέτει την ανάπτυξη της προσωπικότητας, την υπέρβαση του ναρκισσισμού, και την καλλιέργεια αρετών, όπως η φροντίδα, η υπευθυνότητα και ο σεβασμός.
Με άλλα λόγια, η αγάπη, ως υπαρξιακή ανάγκη, συνδέεται άρρηκτα με την ανάγκη για προσωπική ολοκλήρωση και ωρίμανση.
Ο Fromm, δηλαδή, μας υπενθυμίζει ότι η αγάπη δεν είναι ζήτημα «εύρεσης του κατάλληλου ανθρώπου», αλλά καλλιέργειας της ικανότητας να αγαπάμε. Όταν κάποιος αναπτύξει αυτή την ικανότητα, είναι σε θέση να αγαπήσει, όχι μόνο ένα συγκεκριμένο άτομο, αλλά την ίδια τη ζωή και τους ανθρώπους γενικά. Επομένως, ο Fromm βλέπει την αγάπη ως θεμέλιο της ανθρώπινης ύπαρξης: χωρίς αγάπη, ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιτύχει την αληθινή του ολοκλήρωση ούτε να υπερβεί τη μοναξιά. Η αγάπη, ως υπαρξιακή ανάγκη, αποτελεί κεντρική οδό προς την αυθεντική ζωή.
Παρόμοια, ο Soren Kierkegaard μας λέει ότι η αγάπη δεν είναι ένα συναίσθημα που παρασύρεται από τις παλίρροιες της ψυχής, αλλά ένα εσωτερικό καθήκον, η βούληση που αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου και στις αυταπάτες του συναισθηματικού κόσμου. Για τον Kierkegaard, η αγάπη απαιτεί πίστη: πίστη όχι απλώς στον άλλον, αλλά πίστη στην ίδια τη δυνατότητα του δεσμού σε έναν κόσμο αστάθειας και αμφιβολίας.
DIGITAL BRANDING ΓΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ: Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία, Διαχείριση διαδικτυακής παρουσίας | Ολοκληρωμένος κύκλος επιμορφωτικών σεμιναρίων, 12 εβδομάδων, για το χτίσιμο του διαδικτυακού προφίλ ψυχολόγων | Έκπτωση 50% για πρόωρη εγγραφή | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR
Η αγάπη στον Kierkegaard δεν είναι αυθόρμητη αμοιβαιότητα ούτε αμοιβή για την καλοσύνη του άλλου· είναι ένα ηθικό καθήκον - μια απόφαση που στρέφει το άτομο πέρα από τον εγωκεντρισμό του, προς την άνευ όρων αποδοχή του Άλλου.
Από την άλλη πλευρά, ο Martin Buber, μέσα από τη φιλοσοφία της σχέσης που διατύπωσε, μάς προσφέρει έναν τρόπο να δούμε την αγάπη όχι ως ένα συναίσθημα που ανήκει στον εαυτό, αλλά ως γεγονός διαλόγου και συμπόρευσης. Στο θεμελιώδες έργο του Εγώ και Εσύ (1923), διατυπώνει τη ριζοσπαστική θέση ότι η ανθρώπινη ύπαρξη συγκροτείται μέσα στη σχέση.
Ο άνθρωπος δεν είναι ένα απομονωμένο ον, αλλά ένα ον που γίνεται πραγματικό μέσα από τον διάλογο - την άμεση και αυθεντική συνάντηση με τον άλλον.
Ο Buber διακρίνει δύο θεμελιώδεις τρόπους σχετίζεσθαι: τη σχέση Εγώ–Εσύ (I–Thou) και τη σχέση Εγώ–Εκείνο (I–It).
Στη σχέση/συνάντηση Εγώ–Εσύ, ο άλλος δεν αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο χρήσης, αξιολόγησης ή κρίσης, αλλά ως πρόσωπο, με απόλυτη παρουσία και ανεξαρτησία. Σε αυτή τη συνάντηση, λοιπόν, η αγάπη δεν είναι ένα συναίσθημα που νιώθω για τον άλλο, αλλά μια πράξη της ύπαρξής μου που ανταποκρίνεται στο κάλεσμα του άλλου. Η αγάπη, για τον Buber, είναι η δυνατότητα να πω αυθεντικά «Εσύ» και έτσι, να συγκροτηθεί αληθινά το «Εγώ». Η σχέση Εγώ–Εσύ δεν είναι ένας μηχανισμός ή ένα συμβόλαιο.
Είναι μία πράξη αμοιβαίας παρουσίας, όπου και τα δύο πρόσωπα αποκαλύπτονται και μεταμορφώνονται. Στον κόσμο του Buber, η αγάπη δεν είναι συναίσθημα που κατέχεις· είναι κατοίκηση σε μια συνάντηση που σε υπερβαίνει.
Σε αυτό το πλαίσιο, γίνεται φανερό ότι η αγάπη είναι θεμελιώδης για την ανθρώπινη ταυτότητα, όχι όμως επειδή προσφέρει συναισθηματική ικανοποίηση, αλλά επειδή αποκαλύπτει τον άνθρωπο στην αληθινή του φύση: ως ον για τον άλλον - ως ύπαρξη που ολοκληρώνεται μόνο μέσα από το άνοιγμα, τη συνάντηση και τη δέσμευση.
Τέλος, υπό το πρίσμα της ανθρωπιστικής ψυχολογίας, ο Carl Rogers μας προσφέρει την έννοια της άνευ όρων αποδοχής και βλέπει την αγάπη όχι ως ρομαντικό ιδανικό, αλλά ως θεραπευτική δύναμη. Αν και ο Rogers γράφει κυρίως ως ψυχοθεραπευτής, η φιλοσοφία του εύκολα μεταφέρεται σε κάθε ανθρώπινη σχέση. Για τον Rogers, η αγάπη αποτελεί μια βασική συνθήκη για την αυθεντική προσωπική ανάπτυξη.
Μέσα από μια σχέση, όπου το άτομο γίνεται αποδεκτό όπως είναι - χωρίς όρους, χωρίς κρίση - , μπορεί να απελευθερώσει το δυναμικό του και να πραγματώσει τον εαυτό του. Δηλαδή, σε αποδέχομαι γι’ αυτό που είσαι και όχι για αυτό που θα ήθελα να είσαι. Ένας χώρος όπου η αποδοχή δεν εξαρτάται από το αν ο άλλος είναι όπως θα θέλαμε, αλλά από το γεγονός ότι είναι. Αυτή η στάση, όμως, δεν χαρίζεται εύκολα, αφού είναι καρπός εσωτερικής ανάπτυξης, ωριμότητας και πίστης στην αξία του άλλου ως προσώπου. Η αγάπη, λοιπόν, δεν είναι μόνο σχέση, αλλά και ο χώρος εμπιστοσύνης μέσα στον οποίο η ύπαρξη γίνεται πλήρης και ελεύθερη.
Μια θέση που φέρνει την αγάπη πολύ κοντά στην έννοια της ελευθερίας μέσα στη σχέση. Όχι ελευθερία από τον άλλον, αλλά ελευθερία δίπλα στον άλλον
Παρά τις διαφορετικές αφετηρίες τους, οι στοχαστές που εξετάσαμε φαίνεται να συμφωνούν σε ένα κεντρικό σημείο: η αγάπη δεν είναι ένα συναίσθημα στιγμιαίο ή ένα τυχαίο γεγονός. Αντιθέτως, η αγάπη μπορεί να κατανοηθεί ως τέχνη που απαιτεί ωριμότητα και δέσμευση, ως ηθικό καθήκον και απόφαση ή ακόμα, ως αυθεντική συνάντηση και χώρος που συγκροτεί το πρόσωπο.
Αγάπη, τελικά, σημαίνει να βγαίνεις από τα στενά όρια του εαυτού, να υπερβαίνεις τον ναρκισσισμό, να κατοικείς μέσα στη συνάντηση.
Σημαίνει να ανοίγεσαι στο απρόβλεπτο και στο άγνωστο του προσώπου που στέκεται απέναντί σου. Κι έτσι, η αγάπη είναι λιγότερο μια κατάκτηση και περισσότερο μια διαρκής μαθητεία στο να είμαστε αληθινοί με τον εαυτό μας και με τους άλλους.
Επομένως, σε μια εποχή όπου η αγάπη μοιάζει να απειλείται από τον κυνισμό, την αποξένωση και τη χρησιμοθηρία, το να μιλάμε, να υπερασπιζόμαστε και να καλλιεργούμε την αγάπη είναι μια πράξη αντίστασης και ελπίδας.
Η αγάπη μας ζητά να στραφούμε πέρα από την επιφανειακή ικανοποίηση και να επενδύσουμε στον διάλογο, στην αποδοχή, στην ευαλωτότητα. Ζητά να δεσμευτούμε στο πρόσωπο του άλλου χωρίς να το εργαλειοποιούμε.
Η καθημερινή πρακτική της αγάπης μπορεί να ξεκινήσει με μικρές αλλά ουσιαστικές κινήσεις:
- με το να ακούμε πραγματικά, όπως όταν αφήνουμε το κινητό μας στην άκρη για να κοιτάξουμε στα μάτια τον συνομιλητή μας·
- με το να δείχνουμε γνήσιο ενδιαφέρον, όπως όταν ρωτάμε «πώς είσαι;» και περιμένουμε να ακούσουμε στ’ αλήθεια την απάντηση·
- με το να προσφέρουμε χώρο για αυθεντική συνάντηση, όπως όταν αποδεχόμαστε τον άλλον χωρίς να σπεύδουμε να τον διορθώσουμε ή να τον αλλάξουμε.
Γιατί η αγάπη δεν είναι πράξη κατόχου, αλλά πράξη συνύπαρξης. Και γιατί μάλλον είναι ο πιο ουσιώδης τρόπος να κατοικεί κανείς αληθινά τον κόσμο.
Βιβλιογραφία
Bauman, Z. (2003). Liquid love: On the frailty of human bonds. Polity Press.
Buber, M. (1970). I and Thou (W. Kaufmann, Trans.). New York: Charles Scribner's Sons. (Original work published 1923)
Fromm, E. (1956). The art of loving. New York: Harper & Row.
Han, B.-C. (2017). The agony of eros (E. Butler, Trans.). MIT Press.
Kierkegaard, S. (1995). Works of love (H. V. Hong & E. H. Hong, Trans.). Princeton, NJ: Princeton University Press. (Original work published 1847)
Rogers, C. R. (1961). On becoming a person: A therapist’s view of psychotherapy. Boston, MA: Houghton Mifflin.
Turkle, S. (2011). Alone together: Why we expect more from technology and less from each other. New York: Basic Books.
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Κοσσυβάκη Ναταλία Γεωργία - Ψυχολόγος

Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπεύτρια στην περιοχή του Αμαρουσίου, Επιστημονικά υπεύθυνη του Κέντρου Συμβουλευτικής και Ψυχοθεραπείας «Μετασκέψις"