Ακρόαση άρθρου......

Η θεωρία προσκόλλησης είναι από τις πιο καλά θεμελιωμένες, με ευρήματα που εφαρμόζονται σε ποικίλους τομείς. Ωστόσο, η έρευνα έχει βασιστεί κυρίως σε δυτικά πολιτισμικά πλαίσια, γεγονός που έχει προκαλέσει κριτική. Αντιρρήσεις διατυπώνονται και για τις μεθόδους αξιολόγησης του δεσμού, ιδίως ως προς το κατά πόσο λαμβάνονται υπόψη πολιτισμικές διαφορές.

Το παρόν άρθρο επιδιώκει να αξιολογήσει τη σχετική κριτική και να εντοπίσει αδυναμίες της θεωρίας, όσον αφορά τη διαπολιτισμική προσέγγιση και τη μεθοδολογία, μέσω βιβλιογραφικής ανασκόπησης.

Διαπιστώνεται ότι οι διαφορετικοί τρόποι διαμόρφωσης των πρώτων σχέσεων αμφισβητούν την οικουμενικότητα της θεωρίας, προτείνοντας τον ερευνητικό πλουραλισμό, την αναθεώρηση των εργαλείων εκτίμησης και την αναγνώριση της ερευνητικής μεροληψίας, για μια πιο πλήρη διαπολιτισμική θεμελίωση.

Η θεωρία προσκόλλησης ή θεωρία δεσμού αποτελεί από τα πιο επιδραστικά πλαίσια στις κοινωνικές επιστήμες και ενώ, αρχικά, σκοπός της θεωρίας ήταν η εξήγηση της πρώιμης συναισθηματικής σχέσης μεταξύ του παιδιού και του ατόμου που έχει αναλάβει την πρωταρχική του φροντίδα, αργότερα επεκτάθηκε σε θέματα όπως:

  • η συνέχεια της ανάπτυξης,
  • οι ρομαντικές σχέσεις της ενήλικης ζωής,
  • η ψυχοπαθολογία,
  • η ακαδημαϊκή και επαγγελματική επίδοση
  • η ευεξία

(Cervone & Pervin, 2008; Dunn & Craig, 2021; Thompson et al., 2022)

Ωστόσο, παρά την εκτενή έρευνα, έχει αναδυθεί κριτική σχετικά με την εφαρμογή της θεωρίας και τη μέθοδο έρευνάς της σε διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια.

Στο παρόν κείμενο θα πραγματοποιηθεί μια ανασκόπηση προκειμένου να διαπιστωθεί η υφιστάμενη γνώση σχετικά με το θέμα αυτό.
Αρχικά, παρατίθεται η θεωρία προσκόλλησης και τα σχετικά ερευνητικά ευρήματα και στη συνέχεια, γίνεται αναφορά σε διαφορές μεταξύ πολιτισμικών πλαισίων που μπορεί να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην προσκόλληση, μεθοδολογικά ζητήματα, καθώς και κριτική και προτάσεις για την καλύτερη πλαισίωση της θεωρίας.

Η θεμελίωση της θεωρίας του δεσμού

Πρωτοπόρος στη μελέτη του δεσμού ήταν ο John Bowlby, ο οποίος υποστήριξε ότι οι άνθρωποι γεννιούνται με έναν έμφυτο προγραμματισμό να εκδηλώνουν συμπεριφορές που προωθούν τη σωματική εγγύτητα με τους γονείς (ή τους φροντιστές), όπως επίσης και να προκαλούν την άμεση ανταπόκρισή τους. Ο μηχανισμός αυτός είναι απόρροια της εξέλιξης του ανθρώπου, καθώς αυξάνει τις πιθανότητες επιβίωσής του. Ο δεσμός ξεκινά από τις συμπεριφορές αυτές και έπειτα διατηρείται και ενισχύεται από ευχάριστα γεγονότα, όπως:

  • η σωματική εγγύτητα
  • η συναισθηματική ζεστασιά
  • η άμεση ικανοποίηση των αναγκών
  • η παρηγοριά

Πρόκειται για μια συνεχή, αμοιβαία και αμφίδρομη διαδικασία αλληλεπίδρασης φροντιστή-βρέφους, με τις δύο πλευρές να ανταποκρίνονται και να ενισχύουν τον δεσμό, καθιστώντας φανερή τη σημασία της επίδρασης του περιβάλλοντος (Howe, 2013; Dunn & >Craig, 2021).

οι τύποι δεσμού κατα Ainsworth

Κύκλος Σεμιναρίων για την Κακοποίηση, Ενδοοικογενειακή Βία | Παιδική Κακοποίηση | Κακοποίηση Ζώων | Κακοποίηση Ηλικιωμένων | Ψηφιακή Βία & Εγκλήματα στον Κυβερνοχώρο
Εισηγήτρια: Όλγα Τζουραμάνη, Εγκληματολόγος, Συνθετική Ψυχοθεραπεύτρια
. Early Bird Εγγραφές: έως 30 Απριλίου 2025

Η Ainsworth και οι συνεργάτες της επέκτειναν τη θεωρία, ανακαλύπτοντας διαφορετικούς τύπους δεσμού. Ειδικότερα, μελέτησαν τον δεσμό στα βρέφη μέσω της συνθήκης με τον ξένο, μιας μεθοδολογίας στις οποίες μελετάται η αντίδραση των βρεφών στην αποχώρηση της μητέρας, στην παρουσία ενός αγνώστου ενήλικα και στην επιστροφή της μητέρας. Με βάση την αντίδραση των βρεφών στις διαφορετικές αυτές καταστάσεις, προέκυψαν δύο βασικοί τύποι δεσμού:

1) Ασφαλής, στον οποίο τα βρέφη δείχνουν μικρή δυσφορία αλλά αποχωρίζονται σχετικά εύκολα τη μητέρα, βρίσκονται σε θέση να εξερευνήσουν το περιβάλλον εν παρουσία του αγνώστου ενήλικα και υποδέχονται την επιστροφή της μητέρας με θέρμη. Ο ασφαλής δεσμός προέρχεται από μια ισχυρή συναισθηματική σχέση φροντιστή-βρέφους, λόγω ευαίσθητης και συνεπούς φροντίδας από τον πρώτο.

2) Ανασφαλής δεσμός, που προκύπτει από την ασυνεπή ή μη ευαίσθητη παρεχόμενη φροντίδα.

Αυτό το είδος περιλαμβάνει τρεις διαφορετικούς τύπους:

  1. Δεσμός αποφυγής: δεν υπάρχει δυσανασχέτηση στην αποχώρηση της μητέρας, αλλά αποφυγή της όταν αυτή επιστρέφει.
  2. Δεσμός αμφιθυμίας: εκδηλώνεται θυμός και έντονη ανησυχία κατά την αποχώρηση και αμφιθυμία κατά την επιστροφή της μητέρας, με ταυτόχρονη αναζήτηση και αντίσταση στη σωματική επαφή. 
  3. Δεσμός αποδιοργάνωσης/αποπροσανατολισμού:προσθέθηκε αργότερα, με αντιφατική και συγκεχυμένη συμπεριφορά του βρέφους, όπως αποφυγή οπτικής επαφής ενώ βρίσκεται στην αγκαλιά της μητέρας ή απουσία εμφανούς συναισθηματικότητας. Θεωρείται ο πιο επικίνδυνος τύπος για την ψυχική υγεία, διότι υπάρχει σύγχυση σχετικά με ποιον μπορούν να εμπιστευτούν τα βρέφη, με συνέπεια να μη διαθέτουν τρόπους οργάνωσης της σκέψης

(Levy et al., 2011; Solomon & George, 2011; Howe, 2013).

Επιπτώσεις του δεσμού στην παιδική ανάπτυξη

Στις Σκιές του Έρωτα, για τους αιρετικούς της αγάπης , του Πέτρου Θεοδώρου, από τις Εκδόσεις PSYCHOLOGY.GR:  Μια υπαρξιακή προσέγγιση για τον Ερωτα, την αγάπη, τον σεξουαλικό πόθο.

Ο τύπος του δεσμού έχει σημαντικό αντίκτυπο στη μετέπειτα ανάπτυξη και σε διαφορετικές πτυχές της ζωής. Ένας υγιής δεσμός παρέχει μια βάση ασφαλείας, η οποία ενθαρρύνει τα παιδιά να εξερευνήσουν το περιβάλλον τους και να αναπτύξουν την αυτονομία και την ανεξαρτησία τους.

Έρευνες έχουν αποδείξει ότι τα παιδιά με ασφαλή δεσμό, είναι πιο φιλομαθή, κοινωνικά, ανεξάρτητα, ενθουσιώδη, επίμονα, συνεργάσιμα, δημοφιλή και είναι καλύτερα προετοιμασμένα για να ανταποκριθούν στις μετέπειτα αναπτυξιακές δραστηριότητες.

Παιδιά με ανασφαλή δεσμό παρουσιάζουν προβλήματα προσαρμογής και αντικοινωνική συμπεριφορά, υπερκινητικότητα, χρόνιο στρες, χαμηλότερη αυτοπεποίθηση, δυσκολία συναισθηματικού ελέγχου, διατροφικά προβλήματα, φτωχότερη γνωστική και εγκεφαλική ανάπτυξη (Dunn & Craig, 2021).

Ο ρόλος του δεσμού στην ενήλικη ζωή

Στην ενήλικη ζωή, έχει βρεθεί σύνδεση των τύπων δεσμού με διαφορετικές συμπεριφορές στην εργασία.Οι Hazan και Shaver (1990) ήταν από τους πρώτους που ερεύνησαν την επίδραση του τύπου δεσμού στην εργασία.
Βρήκαν ότι άτομα με ασφαλή δεσμό χαρακτηρίζονται από αυτοπεποίθηση, υψηλή ικανοποίηση από την εργασία, μειωμένο φόβο αποτυχίας και δεν εμπλέκουν τη δουλειά στις προσωπικές σχέσεις.

Εκείνοι με δεσμό αποφυγής χρησιμοποιούν την εργασία ως δικαιολογία αποφυγής κοινωνικών συναναστροφών και εκφράζουν λιγότερη ικανοποίηση από την εργασία, παρά την καλή οικονομική τους κατάσταση.

Άτομα με αμφιθυμικό δεσμό επηρεάζονται πολύ από τους επαίνους και τον φόβο απόρριψης στην εργασία, ενώ τα ερωτικά ζητήματα επηρεάζουν τις εργασιακές επιδόσεις τους.
Έκτοτε, η έρευνα σχετικά με την επίδραση του τύπου δεσμού στην εργασία έχει επεκταθεί. Οι Hardy και Barkham (1994) βρήκαν ότι τα άτομα με αμφιθυμικό δεσμό έχουν άγχος για τις σχέσεις στην εργασία και για την εργασιακή τους απόδοση.

Ο αποφευκτικός δεσμός συνδέθηκε με περισσότερες συγκρούσεις με συναδέλφους, ανησυχία για την ώρα εργασίας και δυσκολίες αναφορικά με τις σχέσεις εκτός εργασίας. Οι Mikulincer and Shaver (2007) ανέφεραν σύνδεση του ανασφαλούς δεσμού με μικρότερη δέσμευση στον οργανισμό και λιγότερες προκοινωνικές συμπεριφορές, αλλά με υψηλότερη πρόθεση παραίτησης.

Διαπροσωπικές σχέσεις στην ενήλικη ζωή

Ο τύπος του δεσμού φαίνεται πως επηρεάζει και τις σχέσεις στην ενήλικη ζωή. Οι Hazan και Shaver (1987) βρήκαν πως ο ασφαλής δεσμός σχετιζόταν με ευτυχία, φιλία και εμπιστοσύνη.

Ο αποφευκτικός με ζήλεια, συναισθηματική αστάθεια και φόβο στενού δεσίματος και ο αμφιθυμικός με εμμονή για το αγαπημένο πρόσωπο, επιθυμία ένωσης, ακραία ερωτική έλξη, ζήλεια και συναισθηματικές υπερβολές.

Μια σημαντική νατουραλιστική προσέγγιση των Fraley και Shaver (1998), κατέγραψε τη συμπεριφορά ζευγαριών που αποχωρίζονται προσωρινά σε αεροδρόμιο, μέσω παρατήρησης της μεταξύ τους επικοινωνίας κατά την αναμονή.

Διαπιστώθηκε πως οι γυναίκες με αποφευκτικό δεσμό αναζητούσαν και διατηρούσαν λιγότερο την επαφή με τους συντρόφους τους και εκδήλωναν συμπεριφορές αποφυγής. Ωστόσο, κατά την αναμονή κοινού ταξιδιού, οι γυναίκες με αυτόν τον τύπο δεσμού ήταν πιο πιθανό να αναζητήσουν επαφή και φροντίδα με τον σύντροφό τους.

Οι τύποι δεσμού έχουν συνδεθεί με μια πληθώρα ζητημάτων της ενήλικης ζωής, όπως η επιλογή συντρόφου, η αντιμετώπιση της κρίσης και η θρησκευτικότητα/πνευματικότητα, η κοινωνική λειτουργικότητα, η ψυχολογική ευημερία και η διαχείριση του στρες (Cervone & Pervin, 2008; Ravitz et al., 2010).

Διαπολιτισμική προσέγγιση και μεθοδολογικά ζητήματα

Η μέθοδος εκτίμησης του τύπου δεσμού αποτελεί καίριο ζήτημα. Η αρχική μέθοδος ήταν αυτή της Ainsworth και των συνεργατών της, με την παρατήρηση των αντιδράσεων των βρεφών στη συνθήκη του ξένου.

Πλέον, χρησιμοποιούνται μέθοδοι εκτίμησης του τύπου δεσμού των ενηλίκων βασισμένες σε ερωτηματολόγια, αποτελώντας το κύριο εργαλείο των περισσότερων ερευνών σήμερα.
Αυτό έχει οδηγήσει σε ορισμένες κριτικές, όπως ότι το χαρακτηριστικό της αυτοαναφοράς να επικεντρώνεται σε συνειδητές στάσεις και να αδυνατεί να εντοπίσει την παραμόρφωση των απαντήσεων λόγω άμυνας.

Επιπροσθέτως, είναι παθητικά, ενώ εστιάζουν σε απόψεις των ατόμων για τον παροντικό εαυτό τους και τις στενές σχέσεις τους. Για τη μείωση της μεροληψίας απόκρισης και για την ενεργοποίηση της προσκόλλησης έχουν χρησιμοποιηθεί συνεντεύξεις. Ακόμα, προβολικές δοκιμασίες έχουν αξιοποιηθεί για να ενεργοποιήσουν τις σχετικές με την προσκόλληση σκέψεις και εμπειρίες (Ravitz et al., 2010).

Σημαντικό στοιχείο και αντικείμενο κριτικής στη μελέτη του δεσμού αποτελεί το πολιτισμικό πλαίσιο. Ο δεσμός θεωρείται οικουμενικός ως προς το νόημά του, την αναπτυξιακή του ακολουθία, τις συνθήκες ανάδυσής του, την ποιότητά του και την προγνωστική του ικανότητα για τη μετέπειτα ανάπτυξη (Keller, 2022).

Ωστόσο, ως μέρος του περιβάλλοντος, επηρεάζει την ποιότητα του δεσμού, όπως και άλλοι περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως:

  1. η προσωπικότητα των γονέων και τα συναισθηματικά και ψυχικά τους προβλήματα,
  2. η κακοποίηση,
  3. οι πρακτικές ανατροφής,
  4. η ιδιοσυγκρασία και προσωπικότητα του βρέφους.

Μάλιστα, περιβαλλοντικές επιδράσεις φαίνεται να επηρεάζουν την ανάπτυξη του δεσμού ισχυρότερα από φυσικές ή νευρολογικές ανωμαλίες του παιδιού (Zeanah et al., 2011; Dunn & Craig, 2021).

Διαφορετικές γονικές πρακτικές εντοπίζονται σε διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα (Keller, 2021). Σε ορισμένες περιπτώσεις το βρέφος αποχωρίζεται σπάνια τη μητέρα, κοιμάται με τους γονείς και θηλάζει κατά βούληση έως την ηλικία των τριών ετών. Υφίσταται στενή σωματική επαφή, όπως μεταφορά του βρέφους σε ειδικό μάρσιππο, αλλά χωρίς συχνή πρόσωπο με πρόσωπο αλληλεπίδραση.

Σε δυτικά πολιτισμικά πλαίσια προωθείται ένας πιο ανεξάρτητος τρόπος ζωής, όπου τα βρέφη κοιμούνται σε ξεχωριστό δωμάτιο και το τάισμα γίνεται με τακτικό πρόγραμμα.
Η σωματική επαφή είναι μικρότερη σε αυτούς τους πολιτισμούς.

Η σχέση με το βρέφος είναι κυρίως κοινωνική και περιλαμβάνει παιχνίδι και αμοιβαίο διάλογο. Στις δυτικές κοινωνίες οι φροντιστές υιοθετούν συμπεριφορές κοινωνικοποίησης που προωθούν τον ατομικισμό, ενώ σε άλλες κοινωνίες προωθούνται αξίες προσανατολισμένες στην ενότητα της οικογένειας.

Επιπλέον, στις δυτικές χώρες θεωρείται ιδανικό για την ανάπτυξη η πρωταρχική σχέση να είναι μεμονωμένη, συνήθως με τη μητέρα, ενώ σε άλλα πολιτισμικά πλαίσια, την πρωταρχική αυτή σχέση συμπληρώνουν περισσότερα μέλη της άμεσης και εκτεταμένης οικογένειας.

Στις μικρές αγροτικές κοινότητες, οι πρωταρχικοί φροντιστές των μικρών παιδιών είναι κυρίως άλλα παιδιά και δεν υφίσταται ένας ή δύο κύριοι φροντιστές, αλλά ένα δίκτυο φροντιστών, πέραν της βιολογικής μητέρας, με ίσες ευθύνες ο καθένας.
Σε πολλά πλαίσια αναμένεται από τα παιδιά να καταπιέζουν τα συναισθήματα τους εν παρουσία ενηλίκων, αλλά ίσως όχι στο πλαίσιο παιδικών ομάδων, έτσι ώστε ο φόβος του ξένου να μην εμφανίζεται στην έκδηλη συμπεριφορά.
Στις συλλογικές κοινωνίες, τα παιδιά καλούνται να αναπτύξουν μια αντίληψη του εαυτού ως μέρος μιας κοινωνικής μονάδας (Dunn & Craig, 2021; Keller, 2021).

Η συμπεριφορά του γονέα προς το βρέφος αντανακλά το εκάστοτε πολιτισμικό πλαίσιο, με τις αντίστοιχες αξίες να μεταδίδονται μέσω της εν λόγω πρώτης κοινωνικοποίησης.
Αυτό έχει οδηγήσει σε κριτική σχετικά με τη θεωρία της προσκόλλησης, η οποία, παρόλο που οι αρχές της θεωρούνται καθολικές λόγω του εξελικτικού στοιχείου, δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του δυτικού πολιτισμού και των βιομηχανοποιημένων κοινωνιών (Thompson et al., 2022).

Οι Rothbaum και συν. (2000) υποστηρίζουν ότι η θεωρία επικεντρώνεται στον δυτικό τρόπο σκέψης για τα μικρά παιδιά και τον τρόπο φροντίδας τους. Αυτή είναι μια άποψη που αμφισβιτήθηκε από άλλους ερευνητές, σύμφωνα με τους οποίους οι πολιτισμικές διαφορές στην πρακτική φροντίδας δεν παραβιάζουν τις βασικές αρχές της θεωρίας (Kondo-Ikemura, 2001; Posada & Jacobs, 2001).

Σύμφωνα με τον Keller (2021) το πρότυπο της σχέσης βρέφους-φροντιστή που μελετάται δεν εφαρμόζεται σε όλους τους πολιτισμούς, ενώ οι ερευνητικές μέθοδοι είναι λιγότερο εφαρμόσιμες σε χαμηλού κοινωνικοοικονομικού επιπέδου οικογένειες. Επιπλέον, οι υποκείμενες εξελικτικές διαδικασίες δεν είναι απαραίτητα οικουμενικές, αλλά ευαίσθητες στο εκάστοτε πλαίσιο, υποστηρίζοντας έτσι τη σπουδαιότητα της αλληλεπίδρασης των βιολογικών παραγόντων με το περιβάλλον.

Ωστόσο, υπάρχουν κοινά στοιχεία σχετικά με την προσκόλληση μεταξύ των πολιτισμών, από τους κριτικούς της θεωρίας, όπως:

  • η σημασία των πρώιμων σχέσεων για την ανάπτυξη,
  • όλα τα παιδιά δημιουργούν σχέσεις προσκόλλησης
  • η αλληλουχία ανάπτυξης των πρώτων σχέσεων να είναι αρκετά σταθερή σε κάθε πολιτισμό

(Thompson et al., 2022).

Ανάγκη για νέες μεθοδολογικές προσεγγίσεις

Πράγματι, είναι σαφές πως οι πρώτες σχέσεις διαφοροποιούνται σημαντικά μεταξύ διαφορετικών πολιτισμικών πλαισίων. Όλα τα παραπάνω υποδεικνύουν την ανάγκη νέων μεθοδολογικών προσεγγίσεων. Θα γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ των πολιτισμικών διαφορών, είτε θα προσαρμόζονται στο εκάστοτε πολιτισμικό πλαίσιο, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορετικές συνθήκες που ισχύουν για την εγκαθίδρυση και ανάπτυξη του δεσμού.

Η θεωρία προσκόλλησης, λόγω της σημασίας της, χρειάζεται να μελετηθεί πολύ περισσότερο και να ληφθούν υπόψη επιπλέον πτυχές και πολιτισμικά πλαίσια, όπως αναφέρουν κάποιοι μελετητές, για να επεκταθεί πληρέστερα.

Ο ερευνητικός πλουραλισμός αποτελεί την ασφαλέστερη επιστημονική άποψη που κρίνεται απαραίτητη. Έχουν προταθεί η αναθεώρηση των ερωτήσεων που χρησιμοποιούν οι ερευνητές για την εκτίμησή του δεσμού (Thompson et al., 2022), οι περισσότερες έρευνες (Mesman, 2021) και η αναγνώριση των διαφορετικών συμπεριφορών προσκόλλησης, ώστε να προσδιοριστούν οι ενήλικες που αποτελούν άτομα προσκόλλησης (Meehan & Hawks, 2013).

Διεξαγωγή ερευνών σε διαφορετικά πολιτισμικά και κοινωνικοικονομικά πλαίσια, με διαφορετικές μεθόδους και διαφορετικούς ερευνητές μπορούν να εμπλουτίσουν περαιτέρω τη σχετική βιβλιογραφία. Προτείνεται οι ίδιοι οι ερευνητές να στηριχθούν σε ασυνεπή ευρήματα τα οποία δημιουργούν αμφιβολίες αναφορικά με τη θεωρία, προκειμένου να δημιουργηθούν κατάλληλα στοχευμένες υποθέσεις. Επιπροσθέτως, προτείνεται να ληφθεί σοβαρά υπόψη η μεροληψία από τους ίδιους τους μελετητές, ώστε να μην υφίσταται μη ακριβής διαπολιτισμική γενίκευση των αποτελεσμάτων τους.

Η αναθεώρηση των εργαλείων έρευνας και η εξέταση και εφαρμογή τους σε κάθε πλαίσιο είναι απαραίτητη, ακόμα και η χρήση διαφορετικών εργαλείων. Θα μπορούσε διαφορετικό εργαλείο ή μέθοδος εκτίμησης να ενδείκνυται σε διαφορετικό πλαίσιο, όπου θα λαμβάνονται υπόψη τόσο οι συνειδητές όσο και οι ασυνείδητες διεργασίες, βιολογικοί παράγοντες και πολιτισμικές πτυχές.

Η σύγκριση αποτελεσμάτων από διαφορετικά εργαλεία μπορεί επίσης να ισχυροποιήσει την εγκυρότητα και την αξιοπιστία αυτών. Λόγω των κριτικών που έχει δεχθεί η μέθοδος με αυτοαναφορές, προτείνεται η διεξαγωγή περισσότερων πειραματικών σχεδιασμών και μεθόδων παρατήρησης. Ακόμα, συγχρονικοί σχεδιασμοί που συγκρίνουν μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών μπορούν να φέρουν στο φως σημαντικές διαφορές μεταξύ τους.

Συμπεράσματα

Παρότι πρόκειται για μια θεωρία που έχει διερευνηθεί εκτενώς, είναι σαφές πως χρειάζεται πολύ περισσότερη έρευνα ώστε να προσδιοριστούν παράγοντες που δεν λαμβάνονται υπόψη έως τώρα και να καταστεί η εφαρμογή των διαφόρων παρεμβάσεων πιο αποτελεσματική, σε πλαίσια παροχών υγείας, προγραμμάτων υποστήριξης γονέων και εκπαιδευτικών συστημάτων.

Η θεωρία και η έρευνα έχουν επικεντρωθεί σε δυτικά πολιτισμικά πλαίσια και αμφισβητούμενες μεθόδους, καθιστώντας απαραίτητη την περαιτέρω έρευνα και επικέντρωση σε διαφορετικούς πολιτισμούς με διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις.

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

Cervone, D. & Pervin, L.A. (2008). Θεωρίες Προσωπικότητας: Έρευνα και Εφαρμογές. Gutenberg.

Craig, G.J. & Baucum, D. (2007). Η Ανάπτυξη του Ανθρώπου: Τόμος ‘Α Εκδόσεις Παπαζήση.

Dunn, W.L. & Craig, G.J. (2021). Κατανοώντας την Ανάπτυξη του Ανθρώπου (Π. Μιλτιάδου. Μτφρ., Π. Βορριά, Επιμ.),  Εκδόσεις Παπαζήση.

Fraley, R. C., & Shaver, P. R. (1998). Airport separations: A naturalistic study of adult attachment dynamics in separating couples. Journal of Personality and Social Psychology, 75(5), 1198–1212.

Hardy, G. E., & Barkham, M. (1994). The relationship between interpersonal attachment styles and work difficulties. Human Relations, 47(3), 263–281.

Hazan, C., & Shaver, P. (1987). Being Lonely, Falling in Love: Perspectives from Attachment Theory. Journal of Social Behavior and Personality, 2(2), 105-124.

Hazan, C., & Shaver, P. (1990). Love and work: An attachment-theoretical perspective. Journal of Personality and Social Psychology, 59(2), 270 – 280.

Howe, D. (2013). Attachment Theory. In M. Gray & S. Webb (Eds.), Social Network Theories and Methods (pp. 75-98). Sage.

Keller, H. (2021). Attachment Theory: Fact or Fancy? In R.A. Thompson, J.A. Simpson & L.J. Berlin (Eds.), Attachment: The Fundamental Questions (pp. 229-236). Guilford Press.

Kondo-Ikemura, K. (2001). Insufficient evidence. American Psychologist, 56(10), 825–826.

Levy, K.N., Ellison, W.D., Scott, L.N. & Bernecker, S.L. (2011). Attachment Style. Journal of Clinical Psychology, 67(2), 193-203.

Meehan, C. L., & Hawks, S. (2013). Cooperative breeding and attachment among the Aka foragers. In N. Quinn & J. M. Mageo (Eds.), Attachment reconsidered: Cultural perspectives on a Western theory (pp. 85–113). Palgrave Macmillan/Springer Nature.

Mesman, J., & Emmen, R. A. G. (2021). Cultural perspectives on parenting. In V. A. Weekes-Shackelford & T. K. Shackelford (Eds.), The Oxford handbook of evolutionary psychology and parenting (pp. 97–114). Oxford University Press.

Mikulincer, M., & Shaver, P. R. (2007). Attachment in adulthood: Structure, dynamics, and change. The Guilford Press.

Posada, G., & Jacobs, A. (2001). Child–mother attachment relationships and culture. American Psychologist, 56(10), 821–822.

Ravitz, P., Mauder, R., Hunter, J., Sthankiya, B. & Lancee, W. (2010). Adult attachment measures: A 25-year review. Journal of Psychosomatic Research, 69(4), 419-432.

Rothbaum, F., Weisz, J., Pott, M., Miyake, K., & Morelli, G. (2000). Attachment and culture: Security in the United States and Japan. American Psychologist, 55(10), 1093–1104.

Solomon, J. & George, C. (2011). Disorganized Attachment & Caregiving. Guilford Press.

Thompson, R.A., Simpson, J.A. & Berlin, L.J. (2022). Taking perspective on attachment theory and research: nine fundamental questions. Attachment & Human Development, 24(5), 543-560.

Zeanah, C.H., Berlin, L.J. & Boris, N.W. (2013). Practitioner Review: Clinical applications of attachment theory and research for infants and young children. J Child Psychol Psychiatry, 52(8), 819-833.  

 

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Νικόλαος Μερμηγκάκης: έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στον επαγγελματικό κατάλογο ειδικών παρέχονται από τους ίδιους τους ειδικούς, κατά την εγγραφή τους στο σύστημα. Όταν βλέπετε την ένδειξη «έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology”, σημαίνει ότι το Psychology έχει ελέγξει, με email, τηλεφωνικά ή/και με λήψη των σχετικών εγγράφων, τα ακόλουθα στοιχεία:

  • Ότι ο ειδικός είναι υπαρκτό πρόσωπο.
  • Ότι τα πτυχία οι τίτλοι και οι εξειδικεύσεις που αναφέρει είναι αληθινά.
  • Ότι οι πληροφορίες που αναφέρει ισχύουν.

Ο Μερμηγκάκης Νικόλαoς BSc, MSc είναι Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπευτής με άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και διατηρεί ιδιωτικό γραφείο στη Θεσσαλονίκη.