Ακρόαση άρθρου......

Χαρακτηριστικά Θεραπευτή.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του θεραπευτή είναι οι ρεαλιστικές προσδοκίες για τους στόχους της θεραπείας. Μέσω της θεραπευτικής του εμπειρίας ο ειδικός είναι σε θέση να αντιληφθεί τα μέγιστα όρια και τις δυνατότητες του θεραπευόμενου τα οποία τροποποιούνται με το πέρασμα του χρόνου.

Οι Epperson, Bushway & Warman (1983) τονίζουν ότι η ύπαρξη ταύτισης κοινών στόχων θεραπευτή-θεραπευόμενου αυξάνει τις πιθανότητες για συνέχιση της θεραπείας.

Το αντίθετο συμβαίνει όταν δεν υπάρχει ταύτιση προσδοκιών και από τα δύο μέρη με συνέπεια την ανεπιτυχή έκβαση & λήξη της θεραπείας (Townend & Grant, 2008).

Δεύτερο στοιχείο του θεραπευτή συνιστά η τήρηση ορίων στη σχέση με το θεραπευόμενο.

Από τη μια ο θεραπευτής χρειάζεται όρια προσωπικά που αφορούν στην προσωπική του ζωή & δε θα πρέπει να κοινοποιούνται στη θεραπεία & από την άλλη επαγγελματικά όρια, δηλαδή κανόνες που προστατεύουν τη θεραπευτική σχέση.  Οι κανόνες αφορούν το ωράριο, τη συχνότητα, το κόστος της θεραπείας (Zur, 2004).

Στα επαγγελματικά όρια συγκαταλέγεται και η τήρηση των κανόνων ηθικής & δεοντολογίας που εμπεριέχει ως αρχή την τήρηση του απορρήτου του θεραπευόμενου με απόλυτη εχεμύθεια από την μεριά του ειδικού για τα όσα του εκμυστηρεύεται ο θεραπευόμενος.

Η άρση του απορρήτου μπορεί να γίνει σε περιπτώσεις που ορίζονται από τον κώδικα δεοντολογίας για την ασφάλεια του θεραπευόμενου ή των ατόμων που εμπλέκονται μαζί του κυρίως σε θέματα επικινδυνότητας (Bond, 2006).

Στο εξειδικευμένο βιβλιοπωλείο ψυχολογίας, δείτε το σχετικό βιβλίο: Ηθική και Δεοντολογία στην Ψυχική Υγεία

Τρίτο χαρακτηριστικό είναι η εμπειρία, η γνώση & η εκπαίδευση του θεραπευτή. Ο ειδικός καλείται να αναλαμβάνει περιστατικά που αφορούν την ειδικότητά του και να μην πειραματίζεται με μοντέλα ή κλινικές περιπτώσεις που δε γνωρίζει ή δεν ανήκει στις αρμοδιότητές του να αναλάβει.

Στα πλαίσια της συνεχούς εξειδίκευσης & αυτογνωσίας του θεραπευτή είναι απαραίτητη η εποπτεία με στόχο την επίβλεψη των περιστατικών & την επαγγελματική εξέλιξη του θεραπευτή ως μια αντανάκλαση & ανασκόπηση των υπηρεσιών που ο ίδιος παρέχει σχετικά με την πολυπλοκότητα των περιστατικών, τις δυσκολίες, τα συναισθήματά του, τις ανησυχίες & προβληματισμούς του σε αδιέξοδα (Bor & Watts, 2006).

ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΔΕΝ ΔΙΑΛΕΞΑ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΜΟΥ
3 Μήπως μεγάλωσες και εσύ με γονείς που ήταν απόμακροι; Δύστροποι; Εγωκεντρικοί; Απορριπτικοί; Ελεγκτικοί; Επικριτικοί; Μη-διαθέσιμοι;
Ανακάλυψε τους τέσσερις τύπους τοξικών-ανώριμων γονέων

Η κοινή συνιστώσα των παραπάνω χαρακτηριστικών από τη μεριά του θεραπευτή είναι η Υγεία και Ευημερία του Θεραπευόμενου!

Χαρακτηριστικά Θεραπευόμενου

Κινητοποίηση για την αλλαγή της συμπεριφοράς & την επίλυση προβλημάτων.

Ο θεραπευτής προσφέρει τα θεραπευτικά εργαλεία αλλά ο θεραπευόμενος είναι αρμόδιος να εφαρμόσει αυτά τα εργαλεία στην προσωπική του ζωή για να βελτιώσει την υγεία του (και ψυχική).

Συνήθως οι θεραπευόμενοι που ξεκινούν θεραπεία προσδοκούν ότι η αλλαγή δε θα είναι εσωτερική αλλά ότι θα έρθει από το εξωτερικό περιβάλλον (Ruddell & Curwen, 2009).

Απαιτείται να γίνει κατανοητό προς το θεραπευόμενο ότι η θεραπεία από μόνη της δεν θα επιφέρει την άρση εμποδίων καθώς ο ειδικός δεν αποτελεί την αυτόματη «μαγική λύση» στα προβλήματα του θεραπευόμενου.

ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΔΕΝ ΔΙΑΛΕΞΑ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΜΟΥ
3 Μήπως μεγάλωσες και εσύ με γονείς που ήταν απόμακροι; Δύστροποι; Εγωκεντρικοί; Απορριπτικοί; Ελεγκτικοί; Επικριτικοί; Μη-διαθέσιμοι;
Ανακάλυψε τους τέσσερις τύπους τοξικών-ανώριμων γονέων

Βάση για την αποτελεσματικότητα της θεραπείας είναι τα ρεαλιστικά κίνητρα του θεραπευόμενου σε συνεργασία με τον ειδικό.

Το παραπάνω κριτήριο θέτει τα θεμέλια για την ανάληψη της ευθύνης του θεραπευόμενου για την είσοδο του στη θεραπεία, τη σχέση με τον ειδικό, την τήρηση των ορίων, την έκβαση της θεραπείας όπως και τις προκλήσεις που θα κληθεί λόγω της σύνθετης φύσης της θεραπείας με ώριμο τρόπο να μάθει να διαχειρίζεται.

Διαβάστε ακόμη το σχετικό άρθρο: Ο θεραπευτής έχει πολλούς θεραπευόμενους, ο θεραπευόμενος, έναν θεραπευτή!

Όταν ο θεραπευόμενος ενδιαφέρεται να μελετήσει τον εαυτό του & να καταλάβει τα βαθύτερα αίτια χωρίς να εναποθέτει τις ευθύνες σε εξωτερικά αίτια, αλλά αλλάζοντας την οπτική που αντιμετωπίζει τις καταστάσεις γύρω του, θα μπορέσει να φέρει επιτύχει την θεραπευτική αλλαγή (Dryden & Mytton, 2009).

Σύμφωνα με τους Mernes & Thorne (1988) οι θεραπευόμενοι με χαμηλό δείκτη ετοιμότητας για αλλαγή χαρακακτηρίζονται από αναποφασιστικότητα στην αλλαγή, έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό και τους άλλους, ανευθυνότητα στις αποφάσεις τους και στην αναγνώριση και ανάλυση των συναισθημάτων στη διάρκεια της θεραπείας.

Για να διασφαλιστεί η διαφάνεια στη θεραπευτική σχέση ο θεραπευόμενος θα πρέπει να εκφράζεται με ειλικρίνεια για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει (Heiden & Hersen, 2009). Έτσι δεν υπάρχουν ψέματα ούτε ασάφειες ή κενά που θα διαταράξουν την εξέλιξη της θεραπευτικής σχέσης.

Βασικό σημείο αποτελούν και οι προσδοκίες του θεραπευόμενου…

Οι θεραπευόμενοι προσδοκούν ότι η θεραπευτική διαδικασία από μόνη της θα κάνει πραγματικότητα όσα οι ίδιοι επιθυμούν. Ωστόσο αυτό που ισχύει είναι ότι για να έρθει η επιθυμητή αλλαγή, ο θεραπευόμενος πρέπει να έχει ενεργή και δυναμική στάση σε ότι τον απασχολεί. "Να δρα, να αποφασίζει και να τολμήσει να αλλάξει".  (George & Christiani, 1995, σ.9).

Ζητήματα Θεραπευτικής Διαδικασίας

1. Τρόπος επικοινωνίας (Λεκτική - μη/λεκτική)

Στο θεραπευτικό πλαίσιο η λεκτική επικοινωνία έχει σημαντικό ρόλο καθώς ο τρόπος που επικοινωνεί ο ειδικός με το θεραπευόμενο θα πρέπει να είναι απολύτως κατανοητός, σαφής, ξεκάθαρος, με αποφυγή σύνθετων όρων. Η επικοινωνία χρειάζεται να είναι άμεση, συγκεκριμένη & να ανταποκρίνεται στο γλωσσικό επίπεδο του θεραπευόμενου (Semi, 2008).

Είναι χρήσιμο να αποφεύγεται όποτε κρίνεται απαραίτητο η ετικετοποίηση & η διαγνωστική ορολογία και αν χρησιμοποιείται θα πρέπει να γίνεται με προσοχή & σιγουριά ότι οι όροι αυτοί βοηθούν τον θεραπευόμενο να αντιληφθεί το μέγεθος της δυσκολίας & να μάθει να το διαχειρίζεται.

Η λανθασμένη χρήση των όρων μπορεί να οδηγήσει σε ταύτιση των όρων ως δικαιολογία & δευτερογενή οφέλη για τη διαιώνιση των προβλημάτων των θεραπευόμενων (Κολέτση & Τράγου, 2013).

Στον τρόπο επικοινωνίας εμπεριέχεται η ζεστασιά. Ο θεραπευτής ανταποκρίνεται με ανθρωπιά & κατανόηση για τις αποφάσεις που σχετίζονται με την προσωπική ζωή του θεραπευόμενου. Έτσι δημιουργεί ένα αποδεκτό περιβάλλον, μη επικριτικό & ασφαλές στο οποίο ο θεραπευόμενος νιώθει άνετα να μιλήσει χωρίς να φοβάται ότι τον απορρίψει ο ειδικός.

Η ζεσταστιά εκφράζεται λεκτικά & μη-λεκτικά(Capella & Street, 1985):

  • Φυσική επαφή/άγγιγμα
  • Διατήρηση βλεμματικής επαφής
  • Ήρεμος τόνος φωνής χωρίς ιδιαίτερες αυξομειώσεις
  • Χρήση χιούμορ που δημιουργεί χαλαρό & ανάλαφρο κλίμα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί όταν έχει εδραιωθεί καλή θεραπευτική συμμαχία (Johnson, 1990).

Η μη-λεκτική επικοινωνία μέσω του αγγίγματος ή της βλεμματικής επαφής υποδηλώνουν το ενδιαφέρον του θεραπευτή, τη συμπάθεια, την εγγύτητα στο βίωμα του θεραπευόμενου.

Διαβάστε ακόμη το σχετικό άρθρο: Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις του ψυχοθεραπευτή πρέπει να αποτελούν κριτήριο επιλογής για κάποιον που ενδιαφέρεται να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία;

2. Διαχείριση Συναισθημάτων

Η έκφραση των συναισθημάτων προσφέρει ανακούφιση, ηρεμία & συντελεί στην αλλαγή της διάθεσης (Prochaska, 1999; Greenberg & Safran, 1989). Βοηθά να αποκτήσει ο θεραπευόμενος καλύτερη αντίληψη των δυσκολιών του δημιουργώντας νόημα & αποδοχή των ερμηνειών του θεραπευτή (Σταλίκας & Μπούτρη, 2004).

Η θεραπεία ξεκινά βασισμένη στην πεποίθηση ότι ο θεραπευόμενος δεν είναι σε θέση να ελέγξει τα έντονα και ανάμεικτα συναισθήματα (πχ θυμός, άγχος). Αυτό που αποκαλύπτεται όμως στη θεραπεία δεν είναι το περιεχόμενο των συναισθημάτων αλλά ο φόβος που νιώθει γι΄αυτά.

Ο φόβος του συναισθήματος είναι αυτός που συντηρεί τη διαιώνιση του προβλήματος. Ένα άτομο με κρίσεις πανικού ανησυχεί περισσότερο με την ιδέα του φόβου ενός επικείμενου πανικού παρά με την ύπαρξη του πανικού (Leahy, 2007).

Ο θεραπευόμενος οδηγείται στο να καταπιέζει τα συναισθήματα αυτά, να ενισχύει την άποψη ότι δεν μπορεί να κυριαρχήσει σε αυτά και καταλήγει στο να χάνει τον έλεγχο διαχείρισης & αντιμετώπισής τους.

Σκοπός της θεραπείας είναι η αποτελεσματική διαχείριση των συναισθημάτων μέσω αναγνώρισης & νοηματοδότησής του.

Ο θεραπευτής σε αυτό το σημείο καλείται να δείξει προσωπική & επαγγελματική ωριμότητα με το να διαχειριστεί ενδεχομένως μέσα από τα εκφραζόμενα συναισθήματα του θεραπευόμενου τα δικά του άλυτα ή μη επεξεργασμένα «τραύματα».

Αν ο θεραπευτής δεν έχει επιλύσει τέτοια πολύπλοκα και ταυτιζόμενα συναισθήματα θα δυσκολευτεί να ακούσει το θεραπευόμενο, να βιώσει αυτά που νιώθει, καθώς νιώθει εγκλωβισμένος στα δικά του συναισθήματα. Ο θεραπευόμενος θα αντιληφθεί την αποστασιοποίηση του θεραπευτή του και με τη σειρά του θα απομακρυνθεί σωματικά & συναισθηματικά με επακόλουθο τον τερματισμό της θεραπείας (Greenberg, 2007).

Υπάρχουν και περιπτώσεις που ο θεραπευόμενος θεωρεί ότι ο θεραπευτής του είναι αδύναμος να κατανοήσει τα συναισθήματά του, οπότε και τα κρύβει για να τον προστατεύσει καθώς δε θα αντέξει το βάρος των όσων του εναποθέτει.

Όμως πλήττονται σοβαρά η θεραπευτική σχέση & η αποτελεσματικότητά της και για να αποφευχθεί κάτι τέτοιο είναι χρήσιμο ο θεραπευόμενος να συζητήσει τις ανησυχίες του με τον θεραπευτή (Grant, Townend, Mills, Cockx et al 2008).

3. Εμπιστοσύνη

Το ζητούμενο της 1ης συνεδρίας είναι ο θεραπευτής να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στο θεραπευόμενο & να «στήσει μια γέφυρα επικοινωνίας» ανάμεσά τους (Semi, 2008).

Τότε δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες για να ρισκάρει ο θεραπευόμενος να ανοιχτεί απέναντι στην ευαλωτότητα του και να μοιραστεί τα συναισθήματά του, τις ανησυχίες & τους φόβους του.

Όταν ο θεραπευόμενος βιώνει το θεραπευτή ως μη επικριτικό στα λάθη ή τα μειονεκτήματα του τότε ο θεραπευόμενος αποδέχεται περισσότερο τον εαυτό του & τις επιλογές του αποκτώντας αυτοσυμπόνια (Rogers, 1961).

Παράλληλα η έννοια της εμπιστοσύνης έχει και δεοντολογική χρησιμότητα αναφορικά με την εμπιστευτικότητα & το απόρρητο σε όσα συζητιούνται ώστε να αντιμετωπιστούν φαινόμενα δυσπιστίας ή ανασφάλειας στο ευαίσθητο υλικό που μεταβιβάζει ο θεραπευόμενος (Whiston, 2009).

4. Όρια και Σεβασμός

Τα όρια στη θεραπευτή σχέση μπαίνουν από τον θεραπευτή και αυτό προσδίδει στη σχέση μια ανισότιμη οπτική.

Επιπλέον τα όρια προσδιορίζουν τη δομή της σχέσης με συνέπεια, αξιοπιστία & προβλεψιμότητα στη διαδιακασία της θεραπείας. Αναφέρονται στο προσωπικό υλικό που μοιράζεται ο θεραπευτής στο θεραπευόμενο, η σωματική επαφή, η ανταλλαγή δώρων, το κόστος, η διάρκεια, ο χωροχρόνος της θεραπευτικής συνάντησης και η πιθανή συνάντηση εκτός συνεδριών (Lazarus, 1994).

Αυτά τα όρια πρέπει να συμφωνούνται από κοινού & να γίνονται αποδεκτά. Σε αντίθετη περίπτωση δημιουργούνται ασάφειες & δυσλειτουργίες στη δυναμική της σχέσης με τη θεραπευτική σχέση να μοιάζει με άλλου τύπους σχέσεων όπως μια φιλική, κοινωνική ή ερωτική σχέση.

Τα όρια υπάρχουν για να προστατεύουν τον θεραπευτή στο λειτούργημα του όσο και την υγεία του θεραπευόμενου και την αποτελεσματικότητα της θεραπείας με αποφυγή ζημίας ή βλάβης στον θεραπευόμενο.

Η έννοια του σεβασμού αναφέρεται στη λεκτική & μη-λεκτική συμπεριφορά θεραπευτή & θεραπευόμενου και το αντίστροφο.

Πρόκειται για το άθροισμα των δεξιοτήτων όπως η άνευ όρων αποδοχή, αυθεντικότητα, η εμπιστοσύνη & τα όρια που προαναφέρθηκαν.

Ο θεραπευτής αποδέχεται χωρίς περιορισμούς & στερεότυπα ή επικρίσεις το θεραπευόμενο, δε διστάζει να μοιραστεί τις απόψεις του προς αυτόν, προάγει τη δημιουργία μιας ασφαλούς σχέσης με αποσαφηνισμένους ρόλους & ξεκάθαρα όρια.

Η αποδοχή της διαφορετικότητας & της μοναδικότητας σε όλα τα επίπεδα (φυλή, σεξουαλικότητα, θρησκεία, εθνικότητα).
Για να γίνει κατορθωτό αυτό θα πρέπει ο θεραπευτής να μην αντιμετωπίζει το θεραπευόμενο μέσα από ένα μονοδιάστατο πρίσμα αλλά να δείξει ευαισθησία στις ιδιαίτερες ανάγκες ώστε να συναντηθούν & να επικοινωνήσουν παραγωγικά (Lonner & Sondberg, 1995).

Ως προς τη μη-λεκτική στάση η ανοιχτή στάση σώματος, η σταθερή βλεμματική επαφή με χειρονομίες & εκφράσεις που δηλώνουν αποδοχή & κατανόηση δηλώνουν την αμέριστη προσοχή & προσήλωση σε όσα μεταδίδει ο θεραπευόμενος λεκτικά ή μη λεκτικά (πχ σιωπή) χωρίς περιττές διακοπές ή άστοχες παρεμβολές (Σταλίκας, 2005) γνωστοποιώντας ο θεραπευτής το σεβασμό του στο υλικό που μοιράζεται ο θεραπευόμενος.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Bond, T. (2006). Guidelines for professional practice. In Bor, R. & Watts, M. (eds), The trainee handbook: A guide for counseling & psychotherapy trainees. Sage.
2. Bor, R. & Watts, M. (2006). The trainee handbook: A guide for counseling &psychotherapy trainees. Sage.
3. Capella, J.N & Street, R.L. Jr. (1985). Introduction: A functional approach to the structure of communicative behavior. In Street, R.L. & Capella, J.N. (eds), Sequence & pattern in communicative behavior. London: Edward Arnold.
4. Dryden, W. & Mytton, J. (1999). Four approaches to counseling & psychotherapy. Routledge.
5. Epperson, D.L., Bushway, D.J. & Warman, R.E. (1983). Client self-determination after one session. Effects of problem recognition, counselor gender & counselor experience. Journal of Counseling Psychology, 30, 307-315.
6. George, R.L. & Christiani, T.S. (1995). Counseling: Theory & practice, Allyn & Bacon.
7. Heiden, L.A. & Hersen, M. (2009). Εισαγωγή στην κλινική ψυχολογία. Ελληνικά Γράμματα
8. Johnson, D.W. (1990). Reaching out: Interpersonal effectiveness & self-actualization. Englewood Cliffs, NJ: Prentice Hall.
9. Κολέτση, Μ & Τράγου, Ε. (2013). Κλινική Αξιολόγηση & Συμβουλευτική. Εκδόσεις Καλέντη
10. Lazarus, A.A. (1994). How certain boundaries & ethics diminish therapeutic effectiveness. Ethics & Behavior, 4, 253-261.
11. Lonner, W.J. & Sondberg, N.D. (1995). Assessment in cross-cultural counseling & therapy. In Pederson, P. (ed), Handbook of cross-cultural counseling & therapy. Westport CT: Greenwood Press.
12. Mearns, D. & Thorne, B. (1988). Person-centered counseling in action. Sage
13. Rudell, P. & Curwen, B. (2009). What type of help? In Palmer, S. & McMahon, G. (eds), Client assessment: Professional skills for counselors. Sage
14. Towned, M. & Grant, A. (2008). Assessment in CBT: the ideographic approach. In Grant, A., Towned, M., Mills, J. & Cockx, A. (eds), Assessment in case formulation in cognitive behavioral therapy. Sage
15. Σταλίκας, Α. (2005). Θεραπευτικές παρεμβάσεις. Ελληνικά Γράμματα
16. Zur, O. (2004). To cross or not to cross: do boundaries in therapy protect or harm? Psychotherapy Bulletin, 39 (3), 27-32.

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Μπόχτης Κωνσταντίνος

konstantinos mpohtisΜπόχτης Κωνσταντίνος,
ΝD, BSc, MA