Ακρόαση άρθρου......

Η συστηματική μελέτη του σχολικού εκφοβισμού ξεκίνησε στη Νορβηγία το 1978 με την έκδοση του βιβλίου του Dan Olweus: “Aggression in the schools: Bullies and Whipping boys” και το 1987 εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε επιστημονικά περιοδικά ο όρος “bullying” (Smith & Brain, 2000).  

O σχολικός εκφοβισμός αποτελεί μία ακόμα μορφή επιθετικής συμπεριφοράς. Η ειδοποιός του διαφορά σε σχέση με τις υπόλοιπες μορφές επιθετικής συμπεριφοράς είναι ότι προϋποθέτει την διαφορά δύναμης μεταξύ δράστη και θύματος (Olweus D., 1978).

Η ανισορροπία δύναμης εκφράζεται με το ότι ο μαθητής, ο οποίος εκτίθεται στις αρνητικές ενέργειες, είναι αβοήθητος έναντι εκείνου που τον παρενοχλεί.

Με αυτή την έννοια ο σχολικός εκφοβισμός δεν υφίσταται όταν φιλονικούν δυο μαθητές περίπου της ίδιας -σωματικής ή ψυχολογικής- δύναμης. Είναι εύλογο ότι η ανισορροπία αυτή σχετίζεται άμεσα με τα ατομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του δράστη και του θύματος.

Σύμφωνα με τον Olweus, ένας μαθητής γίνεται αντικείμενο εκφοβισμού ή θυματοποιείται όταν υποβάλλεται, κατ' επανάληψη και κατ' εξακολούθηση, σε αρνητικές ενέργειες από έναν ή περισσότερους άλλους (Olweus D.,1978).

Επομένως, αντιλαμβανόμαστε πως οι βασικές προϋποθέσεις που είναι απαραίτητο να πληρούνται για τη χρησιμοποίηση του επιστημονικού όρου είναι η επανάληψη των ενεργειών αυτών με σταθερή συχνότητα και μεθόδευση προς τους πιο αδύναμους μαθητές͘  ͘͘δηλαδή το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός.

Ο όρος αρνητική ενέργεια αναφέρεται στην πράξη εκείνη με την οποία ένα άτομο προκαλεί εσκεμμένη βλάβη ή συναισθηματική δυσκολία σε άλλο άτομο μέσω σωματικής επαφής, λεκτικώς ή με άλλους τρόπους.

Είναι επίσης σημαντικό να τονιστεί η διαφορά του εκφοβισμού με το πείραγμα στα πλαίσια του παιχνιδιού. Το πείραγμα συνήθως συμβαίνει μεταξύ φίλων και δεν περιλαμβάνει την πρόκληση σωματικού πόνου στους άλλους.

Αντίθετα, ο εκφοβισμός εμπλέκει άτομα που δεν έχουν φιλικές σχέσεις. Ωστόσο, το πείραγμα μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε εκφοβισμό αν συμβαίνει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και το σημαντικότερο, όταν το παιδί αισθανθεί ότι οι πράξεις των άλλων δεν γίνονται μέσα στα όρια του παιχνιδιού και του αστείου.

Ζητήματα Ηθικής και Δεοντολογίας στην Άσκηση της Ψυχοθεραπείας
Κύκλος Σεμιναρίων για Επαγγελματίες Ψυχικής Υγείας | Γενική είσοδος: 35 ευρώ

Θεματικές Ενότητες: Διπλές σχέσεις θεραπευτή – θεραπευόμενου | Ψυχική ανθεκτικότητα του θεραπευτή | Υπέρβαση – παραβίαση ορίων στην ψυχοθεραπευτική σχέση | Ειδικές προκλήσεις στην ψυχοθεραπεία | Ζητήματα ηθικής και δεοντολογίας | Διαχείριση εξω-θεραπευτικών πληροφοριών | Διατήρηση και άρση του απορρήτου

Τα τελευταία χρόνια με τη διάδοση της χρήσης του διαδικτύου και την ευρεία εξάπλωση των κοινωνικών δικτύων έχει αναπτυχθεί ο διαδικτυακός εκφοβισμός (cyber – bullying), ο οποίος ελλοχεύει πολύ σοβαρούς κινδύνους.

O διαδικτυακός εκφοβισμός είναι μια επέκταση του παραδοσιακού εκφοβισμού, με τη θέση του εκφοβισμού να έχει επεκταθεί από το σχολείο στον κυβερνοχώρο (Juvonen & Gross, 2008). Η χρήση των κοινωνικών δικτύων ακόμα και από παιδιά της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης (κυρίως των μεγαλύτερων τάξεων του δημοτικού) καταδεικνύει τη σοβαρότητα του προβλήματος και την ανάγκη δράσης για τον περιορισμό του.

Ο σχολικός εκφοβισμός αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα και ζητήματα της σημερινής κοινωνίας. Η ανάλυση του σχολικού εκφοβισμού σε βάθος και σε συνδυασμό με τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τις ολοένα και περισσότερες έρευνες που πραγματοποιούνται, πέρα από το καθαρά κοινωνιολογικό και επιστημονικό ενδιαφέρον, μπορεί να αποτελέσει ένα γνωσιακό υπόβαθρο για την εξεύρεση λύσεων και τρόπων αντιμετώπισης του σχολικού εκφοβισμού στα δημοτικά σχολεία.

Ουσιαστικά το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού έχει τις ρίζες του μέσα στην ταξική κοινωνία που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο καλλιεργεί τον ανταγωνισμό. Το εκπαιδευτικό σύστημα δεν δίνει ίσες δυνατότητες για μόρφωση σε όλα τα παιδιά. Αυτό εντείνει ακόμη περισσότερο τις διαφορές ανάμεσα στους μαθητές και δίνει αφορμές για την εμφάνιση φαινομένων τέτοιων όπως του σχολικού εκφοβισμού.

θεωρώ πως είναι πολύ σημαντικό να γίνει ξεκάθαρο ότι οι επιθετικές συμπεριφορές δεν είναι έμφυτες στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος δεν είναι από τη φύση του βίαιο και ανταγωνιστικό ον όπως πολλοί υποστηρίζουν, αλλά οι επιθετικές συμπεριφορές προκαλούνται από το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ζει.

Τι να ΜΗΝ περιμένω από την ψυχοθεραπεία μου;
3ωρο Online βιωματικό εργαστήριο του PSYCHOLOGY.GR

Θεματικές Ενότητες: Τι είναι για μένα η ψυχοθεραπεία, τι περιμένω από αυτήν τη διαδικασία; | Τι περιμένω από τον ψυχοθεραπευτή μου; | Ποια είναι τα όριά της ψυχοθεραπείας; | Πώς αντιλαμβάνομαι αν με ωφελεί ή αν τη χρησιμοποιώ ως άλλοθι για να μένω στην ουσία στάσιμος;

Η έννοια αυτή συμπυκνώνεται με ακρίβεια στην ρήση της Γαλλίδας εθνολόγου Françoise Héritier:

Η βία δεν προέρχεται από μια εσωτερική ανάγκη. Είναι απόκτημα της εκπαίδευσης και της κοινωνικής πρακτικής

Χαρακτηριστικά των θυτών και των θυμάτων
 

 Τα χαρακτηριστικά των θυτων 

Το κυριότερο χαρακτηριστικό των θυτών είναι η έντονη επιθετικότητά τους, τόσο προς τους συνομηλίκους τους, όσο και προς τους γονείς και τους δασκάλους (Olweus, 1993).

Οι μαθητές που εμπλέκονται σε εκφοβιστικές συμπεριφορές είναι παιδιά µε αυταρχική προσωπικότητα, επιθετικά και παρορμητικά. Συνήθως είναι αγόρια που δρουν μεμονωμένα ή σχηματίζουν μικρές ομάδες, ενώ πιο σπάνια μπορεί να είναι κορίτσια, τα οποία κατά κανόνα σχηματίζουν ομάδες. Επίσης, υπάρχει και η περίπτωση μικτών ομάδων αγοριών και κοριτσιών. 

H σχέση μεταξύ εκφοβιστικής συμπεριφοράς και αυτοεκτίμησης είναι αμφιλεγόμενη, καθώς τα συμπεράσματα διαφόρων ερευνητών για την αυτοεκτίμηση των θυτών είναι αντικρουόμενα. Γενικότερα όμως, το άγχος των θυτών κινείται σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα από των υπολοίπων συνομηλίκων τους, χαρακτηριστικό που τους προσδίδει μία «άνεση» και επικαλύπτει το αίσθημα ανεπάρκειάς τους, με αποτέλεσμα προς τα έξω να δείχνουν σκληροί, δημοφιλείς και με αυτοπεποίθηση (Olweus, 1993).

Εκείνο που έχει αποδειχτεί πάντως, είναι ότι ανεξαρτήτως του βαθμού κοινωνικών ικανοτήτων τους και την ικανότητα ενσυναίσθησης που διαθέτουν τόσο σε γνωστικό, όσο και σε συναισθηματικό πεδίο, δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν τις σκέψεις και τα συναισθήματα των θυμάτων, δεν έχουν κανένα συναισθηματικό ενδιαφέρον για τους άλλους (Αρτέμη, 2014).

Τα παιδιά αυτά αισθάνονται την ανάγκη να κυριαρχούν και να χαλιναγωγούν ή και να υποτάσσουν τους άλλους και απολαμβάνουν την αίσθηση ελέγχου μίας ομάδας συνομηλίκων (Olweus, 1993).

Όταν έχουν τον έλεγχο νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια και λιγότερο άγχος (Κασάπη, 2007). Συνολικότερα, είναι παιδιά που έχουν ανάγκη να βρίσκονται στην κορυφή μίας άτυπης ιεραρχίας μεταξύ συνομηλίκων.

Για να μπορούν να το πετύχουν αυτό, εκδηλώνουν έντονα την επιθετικότητά τους, την οποία έχουν ταυτίσει στο μυαλό τους, ως την κινητήριο δύναμη για την επίτευξη των στόχων τους. Με αυτή την έννοια, αντλούν ικανοποίηση και κύρος βλάπτοντας τους άλλους. Ωστόσο, αυτό που στην πραγματικότητα κάνουν είναι να συγχέουν την έννοια του κύρους με την έννοια του δέους και του φόβου.

Ένα πολύ κρίσιμο και σοβαρό ερώτημα που προκύπτει είναι: Ποιες είναι οι αιτίες που κάνουν έναν άνθρωπο και δη, ένα παιδί δημοτικού να αντλεί ικανοποίηση από την προσβολή, τον εξευτελισμό και τον πόνο των άλλων παιδιών;

Οι αιτίες αυτές πέρα από προσωπικές, είναι και βαθύτατα κοινωνικές. Η βία αναπαράγεται και μπορεί να παρουσιαστεί με πολλές μορφές. Πολλές φορές, χωρίς απαραίτητα να αποτελεί κανόνα, τα παιδιά που γίνονται θύτες, αποτελούν ή αποτελούσαν θύματα: θύματα ενδοοικογενειακής βίας, ψυχολογικής και σωματικής, θύματα ακόμη της κοινωνίας και του συστήματος που φτωχοποιεί, εκμεταλλεύεται και υποδουλώνει τη μεγάλη πλειοψηφία του κοινωνικού ιστού, τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα.

Χαρακτηριστικά των θυμάτων

Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κάποιο χαρακτηριστικό που εξ ορισμού να μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο για τη θυματοποίηση ορισμένων μαθητών. Παρ’ όλα αυτά, έχει παρατηρηθεί ότι ορισμένα χαρακτηριστικά στην προσωπικότητα και τη συμπεριφορά κάποιων μαθητών τραβούν την προσοχή των θυτών.

Τέτοια γνωρίσματα είναι εξωτερικά χαρακτηριστικά όπως το ύψος και το βάρος, προβλήματα υγείας, πολύ υψηλές σχολικές επιδόσεις, προβλήματα συμπεριφοράς, καθυστέρηση στην ανάπτυξη ή και ένας συνδυασμός των παραπάνω.

Το κυριότερο χαρακτηριστικό που διακρίνει τα θύματα εκφοβισμού, είναι ότι σπάνια υπερασπίζονται τον εαυτό τους.

Τις περισσότερες φορές, αντιδρούν στη θυματοποίησή τους με κλάμα, θυμό ή απόσυρση. Επίσης, διακατέχονται σε μεγάλο βαθμό, μεγαλύτερο από τους συμμαθητές τους από άγχος, ανασφάλεια και φόβο, με αποτέλεσμα το σχολείο να αποτελεί για αυτά μία δραματική εμπειρία, μία καθημερινή δοκιμασία.

Τα θύματα σχολικού εκφοβισμού μπορούν να ενταχθούν σε δύο κατηγορίες:

  • τα ενδοτικά θύματα
  • τα προκλητικά θύματα

Ενδοτικά θύματα σχολικού εκφοβισμού

Τα ενδοτικά θύματα είναι ο πιο συνηθισμένος τύπος θυμάτων. Τα (ενδοτικά) θύματα είναι συνήθως άτομα ντροπαλά και συνεσταλμένα, επιφυλακτικά, ευαίσθητα, ήσυχα, με περισσότερες αγωνίες και ανασφάλειες από το μέσο μαθητή (Olweus, 1993). Οι μαθητές αυτοί αναπτύσσουν εσωστρεφή προσωπικότητα, ενώ έχουν ελάχιστους ή και καθόλου φίλους και για αυτό έχει υποστηριχθεί ότι τα άτομα αυτά έχουν ανεπάρκεια ικανοτήτων κοινωνικοποίησης (Sharp & Smith, 1994). Έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και αρνητική αυτοεικόνα, προβάλλοντας με αυτό τον τρόπο τον εαυτό τους σαν αποτυχημένο. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση μάλιστα χαρακτηρίζει τα θύματα του σχολικού εκφοβισμού και στην ενήλικη ζωή (Olweus, 1993).

Προκλητικά θύματα σχολικού εκφοβισμού

Oι μαθητές οι οποίοι εντάσσονται στην ομάδα των προκλητικών θυμάτων πρόκειται για αντιδραστικά, αυθόρµητα και συχνά υπερκινητικά παιδιά. Μέσω της ενοχλητικής και προκλητικής τους συμπεριφοράς τραβούν την προσοχή των θυτών και τοποθετούνται στο επίκεντρο του εκφοβισμού με αποτέλεσμα, σε ένα γενικότερο πλαίσιο, να απορρίπτονται από τους συνομηλίκους τους και ορισμένες φορές και από τους ίδιους τους δασκάλους τους.

Γενικά, τα προκλητικά θύματα είναι πιθανότερο να είναι ανασφαλή, δυστυχισμένα και αγχωμένα με την αρνητική αυτοεικόνα τους. Ένα σημαντικό στοιχείο που τα διαφοροποιεί από τα ενδοτικά θύματα είναι ότι πολλές φορές, τα προκλητικά θύματα, έχουν αυτή την συμπεριφορά ως αποτέλεσμα τιμωρητικής, εχθρικής και σκληρής μεταχείρισης από την οικογένειά τους.

Συνέπειες του σχολικού εκφοβισμού

Ο εκφοβισμός μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορες μορφές άμεσες ή έμμεσες, οι οποίες αναφέρονται σε διάφορα περιστατικά τα οποία παραβιάζουν τα δικαιώματα των παιδιών (Pinheiro, 2006). Όλες οι μορφές του όμως έχουν σοβαρές αρνητικές συνέπειες στα άτομα, στα οποία ασκούνται είτε βραχυπρόθεσμα είτε μακροπρόθεσμα και σε πολλές περιπτώσεις απειλείται και η σωματική ακεραιότητα των μαθητών.

Ωστόσο, είναι σημαντικό να γίνει ξεκάθαρο ότι οι συνέπειες του σχολικού εκφοβισμού δεν είναι αρνητικές μόνο για τα θύματα, όσο και για τους θύτες, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα.

Ο εκφοβισμός διαβρώνει τις σχέσεις μεταξύ των μαθητών και επιδρά με άμεσο ή έμμεσο τρόπο σε όλους (αρνητικά) μέσω των μηχανισμών της κοινωνικής μάθησης.

Θα ξεκινήσουμε με την ανάλυση των επιπτώσεων του σχολικού εκφοβισμού στα θύματα.

Συνέπειες στα θύματα

Αναμφίβολα, τα θύματα βιώνουν πιο άμεσα τις οδυνηρές συνέπειες του σχολικού εκφοβισμού. Οι συνέπειες αυτές μπορεί να είναι σωματικές σε πολύ βίαια περιστατικά σχολικού εκφοβισμού και το θύμα μπορεί να χρειαστεί εισαγωγή στο νοσοκομείο λόγω σοβαρών τραυμάτων ή ακόμα και να χάσει την ίδια του τη ζωή.

Τα συνηθέστερα σωματικά τραύματα είναι ψυχοσωματικής φύσης προβλήματα: πονοκέφαλοι, διαταραχές ύπνου και εφιάλτες, στομαχόπονοι ή ακόμα και κρίσεις πανικού (Sharp & Smith, 1994). Ωστόσο, οι σοβαρότερες συνέπειες για το θύμα είναι αυτές που επιδρούν στην ψυχολογία του.

Για τα παιδιά αυτά, περισσότερο από κάθε άλλον, ταιριάζει η ρήση του Jean Paul Sartre “Η κόλαση είναι οι άλλοι.” Για τα παιδιά θύματα η κόλαση είναι οι άλλοι, οι οποίοι στοχοποιούν στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και στις αδυναμίες τους.

Σύμφωνα με έρευνες που έχουν γίνει, τα παιδιά θύματα έχουν μεγάλα ποσοστά άγχους όταν βρίσκονται στο σχολείο και έχουν να αντιμετωπίσουν τις δοκιμασίες στις οποίες τα υποβάλλουν οι θύτες (bullies) και το σχολείο αποτελεί τη χειρότερη τους εμπειρία μέσα στη μέρα.

Τα παιδιά αυτά έχουν χαμηλή αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση και νιώθουν ντροπή ως αποτέλεσμα των αρνητικών πράξεων στις οποίες υπόκεινται, οι οποίες συχνά καταλήγουν στον εξευτελισμό τους.

Το πρόβλημα διογκώνεται, όταν οι πράξεις αυτές επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά σε παιδιά ηλικίας 6 – 12 ετών που έχουν ανώριμο, να κρίνει, μυαλό. Αν μπορούσαμε να «μπούμε» στο μυαλό αυτών των παιδιών, θα βλέπαμε ότι νιώθουν μεγάλες ανασφάλειες και φόβο για την κοινωνία στην οποία ζουν.

Η επανάληψη αυτών των αρνητικών πράξεων σε βάρους τους σε τακτά χρονικά διαστήματα σε συνδυασμό με το ότι δεν μπορούν να κρίνουν τις καταστάσεις, οδηγεί πολλές φορές σε ενοχικότητα, εμφάνιση μορφών κατάθλιψης ή ακόμα και σε τάσεις αυτοκτονίας.

Τα θύματα δεν μπορούν να δώσουν εξήγηση στο λόγο που υπόκεινται όλες αυτές τις αρνητικές καταστάσεις και καταλήγουν στην ενοχοποίησή του εαυτού τους, δηλαδή να σκέφτονται ότι φταίνε ή ότι κατά κάποιο τρόπο έχουν γεννηθεί κατώτεροι των άλλων. Σύμφωνα με έρευνες που έχουν γίνει από τους Espelage & Swearer, έχει αποδειχτεί ότι τα παιδιά που υπόκεινται συστηματικά σε εκφοβισμό υποφέρουν από υψηλότερα επίπεδα κατάθλιψης, άγχους και μοναξιάς σε σχέση με τα παιδιά που δε θυματοποιούνται (Espelage & Swearer, 2003).

Μάλιστα, ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο που έχει βρεθεί είναι ότι τα επίπεδα κατάθλιψης είναι υψηλότερα για τα θύματα που είναι κορίτσια από ό,τι για τα αγόρια (Espelage & Swearer, 2003). Τα παιδιά αυτά επίσης εμφανίζουν αδυναμία εκδήλωσης των συναισθημάτων τους και έντονα συναισθηματικά ξεσπάσματα. Τα συμπτώματα αυτά εμφανίζονται και σε παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας, ωστόσο γίνονται εμφανέστερα και εντονότερα σε παιδιά πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης όπου στο μυαλό τους κυριαρχεί η αθωότητα.

Η μοναξιά, η κατάθλιψη και το αίσθημα απελπισίας που νιώθουν τα παιδιά θύματα, τούς προκαλούν μια φορτισμένη ψυχολογική κατάσταση η οποία μπορεί να ξεσπάσει με διάφορες μορφές, άλλες ήπιες και άλλες πολύ έντονες. Ωστόσο μπορεί και να οδηγήσει το θύμα σε πολύ ακραία περιστατικά. Στις ΗΠΑ, όπου το πολιτικοοικονομικό σύστημα δημιουργεί τεράστιους ανταγωνισμούς μέσα στην κοινωνία και σε συνδυασμό με την απαράδεκτη νομοθεσία η οποία νομιμοποιεί την οπλοφορία, είναι πλέον συχνό φαινόμενο οι ένοπλες επιθέσεις -35 στο σύνολο στη δεκαετία 1992 – 2001 (Flannery, Singer & Wester, 2004)- από θύματα σχολικού εκφοβισμού στο σχολείο όπου φοιτούσαν σκοτώνοντας μαθητές και καθηγητές, ως εκδικητική πράξη για τον εκφοβισμό και την τρομοκρατία που βίωναν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η σφαγή δώδεκα (12) μαθητών και ενός καθηγητή στο Κολοράντο τον Απρίλιο του 1999 (Jerald Block, 2007).

Συνέπειες στους θύτες και στους παρευρισκόμενους

Οι συνέπειες του σχολικού εκφοβισμού δεν επηρεάζουν αρνητικά μόνο το θύμα, αλλά και το θύτη. Ο λόγος για τον οποίο αυτό δεν γίνεται εύκολα εμφανές, είναι ότι ο εκφοβισμός επηρεάζει το θύμα, άμεσα και σε μεγαλύτερο βαθμό, ενώ το θύτη με έμμεσο τρόπο και σε βάθος χρόνου.

Η ζημιά που επιφέρει ο σχολικός εκφοβισμός στο θύτη είναι ανεπανόρθωτη (Flannery, Singer & Wester, 2004). Η άσκηση σχολικής βίας από ένα παιδί, συνήθως, αποτελεί τον πρόδρομο παραβατικής ή/και εγκληματικής συμπεριφοράς στο μέλλον.

Τα παιδιά θύτες έχουν σημαντικά υψηλότερες πιθανότητες να εμπλακούν σε καβγάδες και να παρατήσουν το σχολείο σε πρόωρη ηλικία, ενώ ακόμα έχουν αυξημένες πιθανότητες κατάχρησης αλκοόλ και άλλων ναρκωτικών κατά την περίοδο της εφηβείας.

Το σημαντικότερο ίσως πρόβλημα που προκαλεί στα παιδιά θύτες, είναι ότι μαθαίνουν να λειτουργούν καθ΄ αυτό τον τρόπο και να χρησιμοποιούν τον εκφοβισμό και τη βία στις διαπροσωπικές τους σχέσεις στη διάρκεια της ενήλικης ζωής τους. Αυτά τα άτομα είναι πιο πιθανόν να ασκούν βία στους συντρόφους τους και στα παιδιά τους και αδυνατούν να κρατήσουν φιλικές σχέσεις στην πορεία της ζωής τους.

Επιπλέον, πολλές φορές αυτά τα παιδιά έχουν υψηλά επίπεδα κατάθλιψης και άγχους. Οι παρευρισκόμενοι, δηλαδή τα παιδιά τα οποία δέχονται τον εκφοβισμό των θυμάτων από τους θύτες, συνήθως έχουν αυξημένα προβλήματα ψυχικής υγείας, συμπεριλαμβανομένων της κατάθλιψης και του άγχους (πολλές φορές έχουν άγχος μήπως βρεθούν στη θέση των θυμάτων) και είναι πιθανότερο να απουσιάζουν συχνά από το σχολείο.

Αντιμετώπιση του σχολικού εκφοβισμού

Τα τελευταία χρόνια, τα κρούσματα σχολικού εκφοβισμού έχουν αυξηθεί στη χώρα μας, ως αποτέλεσμα αφενός της μη προετοιμασίας του εκπαιδευτικού συστήματος και αφετέρου της οικονομικής κρίσης που επικρατεί. Σύμφωνα με έρευνα που έκανε το Χαμόγελο του Παιδιού, η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των τεσσάρων πρώτων χωρών στην Ευρώπη με τα υψηλότερα ποσοστά μαθητών που εμπλέκονται σε περιστατικά εκφοβισμού μαζί με τη Λιθουανία, την Εσθονία και τη Λετονία (1ο Επιστημονικό Συνέδριο του Ευρωπαϊκού Δικτύου κατά του Σχολικού Εκφοβισμού, 2014).

Οι συνέπειές του, όπως είδαμε, είναι πολύ σοβαρές και επομένως κρίνεται απαραίτητη η ανάγκη παρεμβάσεων για την πρόληψη και την αντιμετώπισή του.

Η παρέμβαση οφείλει να ξεκινήσει από το χώρο στον οποίο αλληλεπιδρούν και επικοινωνούν τα παιδιά, στο σχολείο.

Σε πρώτο βήμα, υπεύθυνοι για την παρέμβαση στους μαθητές στο σχολείο είναι οι δάσκαλοι, κατά προτίμηση ο δάσκαλος της τάξης του κάθε μαθητή, με τον οποίο υπάρχει μεγαλύτερη οικειότητα. Η παρέμβαση του δασκάλου κυμαίνεται σε δύο άξονες: ο πρώτος έχει στο επίκεντρο της παρέμβασης το θύμα και ο δεύτερος έχει στο επίκεντρο της παρέμβασης το θύτη.

Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο γενικότερα για την επιτυχία ενός δασκάλου, είναι κατά πόσο εμπνέει εμπιστοσύνη. Η πλειοψηφία κρουσμάτων σχολικού εκφοβισμού δεν αντιμετωπίζονται επειδή τα παιδιά δεν μιλούν για αυτό το γεγονός, ούτε το αναφέρουν στο δάσκαλο. Επομένως είναι εξαιρετικά κρίσιμο ο δάσκαλος να εμπνέει εμπιστοσύνη σε όλους τους μαθητές και τις μαθήτριες και να νιώθουν ότι θα τούς ακούσει με προσοχή και θα τούς καταλάβει. Είναι πολύ σημαντικό στοιχείο για ένα παιδί, για να μιλήσει για κάτι τόσο ντροπιαστικό, να νιώθει πως ο δάσκαλος θα ανταποκριθεί και θα το προστατέψει από άλλα τέτοια περιστατικά στο μέλλον (Olweus, 1993). Άλλωστε, αν το θύμα μπορούσε να αντιμετωπίσει την κατάσταση μόνο του, θα το είχε ήδη κάνει.

Γνωρίζοντας ότι τα παιδιά θύτες έχουν ανάγκη για προσοχή και αναγνώριση, είναι θεμιτό οι δάσκαλοι να τούς αναθέτουν ευθύνες, που εάν φέρουν εις πέρας, θα κερδίσουν το θαυμασμό από τους συμμαθητές τους και τους ενήλικες, λειτουργώντας ως παράδειγμα προς μίμηση. Με αυτό τον τρόπο εκτονώνεται η ανάγκη αυτών των παιδιών για επιβολή και βγαίνει ένα καλό αποτέλεσμα.

Στην περίπτωση που ένας δάσκαλος δεν καταφέρνει να διαχειριστεί και να ελέγξει μια κατάσταση σχολικού εκφοβισμού, κρίνεται σημαντικό να ζητήσει τη βοήθεια εξειδικευμένων σχολικών συμβούλων – ψυχολόγων.

Το σχολείο μπορεί να αναλάβει πολλές δράσεις όπως το να δοθεί έμφαση στις συμμετοχικές διαδικασίες των μαθητών. Οργάνωση πολιτιστικών δραστηριοτήτων με τη συμμετοχή όλων των μαθητών, ανάδειξη της διαφορετικότητας του κάθε μαθητή και των ιδιαίτερων ταλέντων που μπορεί κάποιος να έχει, σεβασμός στη διαφορετικότητα, προγράμματα ψυχαγωγίας, που θα προάγουν την ψυχική και κοινωνική υγεία των μαθητών και θα δημιουργήσουν γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ τους είναι μόνο λίγες από τις πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να ξεκινήσουν σε κάθε σχολική μονάδα.

Η αξιοποίηση των μαθητικών συμβουλίων και η ανάδειξή τους σε όργανα λήψης αποφάσεων προς όφελος των μαθητών θα μπορούσε να αποτρέψει φαινόμενα σχολικού εκφοβισμού εφόσον λειτουργούν σε ένα υγιές κλίμα. Η αντιμετώπιση μεμονωμένα κάθε τέτοιου περιστατικού από τον εκπαιδευτικό και όχι μόνο το ενδιαφέρον για την κάλυψη της ύλης θα βοηθούσε ουσιαστικά τέτοια φαινόμενα.

Η ομαδοσυνεργατική διδασκαλία βοηθά τους μαθητές να συσχετιστούν μεταξύ τους και ενθαρρύνουν την αλληλεπίδραση σε αντίθεση με τον παραδοσιακό τρόπο διδασκαλίας που ευνοεί τους «καλούς» μαθητές στους οποίους στηρίζει ο καθηγητής τη διδασκαλία του μαθήματός του και αγνοεί τους «μέτριους» ή τους μαθητές χαμηλών τόνων. Η στάση του εκπαιδευτικού απέναντι στους μαθητές και η ίση μεταχείριση όλων των μαθητών δρα καθοριστικά στην πρόληψη φαινομένων σχολικού εκφοβισμού.

Τέλος, επιπλέον δράσεις οι οποίες θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση του σχολικού εκφοβισμού είναι η σύσταση ομάδων δασκάλων 5 - 10 ατόμων, οι οποίοι θα συζητούν για το κοινωνικό περιβάλλον του σχολείου και για τα κατάλληλα μέτρα αντιμετώπισής του προβλήματος του σχολικού εκφοβισμού, ανταλλάσσοντας τις εμπειρίες τους και αλληλομαθαίνοντας από τις επιτυχίες ή αποτυχίες τους. Παρόμοιας φιλοσοφίας είναι και η σύσταση κύκλων συναντήσεων γονέων (parent circles), οι οποίοι λειτουργούν κατ’ ανάλογο τρόπο με τις ομάδες δασκάλων (Olweus, 1993).

 

Ελληνική Βιβλιογραφία 

1ο Επιστημονικό Συνέδριο του Ευρωπαϊκού Δικτύου κατά του Σχολικού Εκφοβισμού, 2014. «Το φαινόμενο του εκφοβισμού στο σχολικό και διαδικτυακό περιβάλλον. Με το βλέμμα στην Ευρώπη»

Αρτέμη Ε. (2014). Σχολικός εκφοβισμός. Μαθητές και εκπαιδευτικοί σε δράση και αντίδραση.

Κασάπη Σ. (2007). Εκφοβισμός και θυματοποίηση συνομηλίκων σε χώρους προσχολικής αγωγής. Μεταπτυχιακή εργασία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη

Ξένη Βιβλιογραφία

Block J. (2007). Lessons From Columbine: Virtual and Real Rage, American Journal of Forensic Psychiatry..

Espelage, D., & Swearer, S.M. (2003). Research on school bullying and victimization: what we learned and where do we go from here? School Psychology Review, 32(3), 365-383.

Flannery, D.J., Singer, M. I., & Wester, K. L. (2004). Impact of exposure to violence in school on child and adolescent mental health and behavior. Journal of Community Psychology, 32(5), 559–573.

Juvonen J, Gross EF (2008). Extending the school grounds? Bullying experiences in cyberspace. Journal of School Health.; 78:496–505.

Olweus, D. (1978). Aggression in the schools: bullies and whipping boys. Washington, Hemisphere Pub. Corp.

Olweus, D. (1993). Understanding children’s worlds: Bullying at School. What we know and what we can do. Oxford: Blackwell Publishing.

Pinheiro P. S. (2006). World report on violence against children. United Nations Secretary General’s Study on Violence Against Children New York: United States

Sharp, S., Smith, P. K. (1994). Tackling bullying in your school: A practical handbook for teachers. London and New York: Routledge.

Smelser Neil J. (1997). Problematics of Sociology, 5.

Smith, P. K. & Brain, P. (2000). Bullying in schools: lessons from two decades of research. Aggressive Behavior, 26,1-9.  

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Αθανασία Αρούνη

arouni athanasiaΑπόφοιτος ψυχολογίας του ΕΚΠΑ, απόφοιτος του Παιδαγωγικού Τμήματος Ειδικής Αγωγής (Βόλος). Κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου "Εκπαιδευτική ψυχολογία" (Νεάπολις Πάφου)