Ο όρος «ενδοβολή» εισήχθη αρχικά από τον Sándor Ferenczi το 1909, ο οποίος την όρισε ως έναν μηχανισμό ταύτισης του ατόμου με εξωτερικά αντικείμενα και συναισθήματα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις τραυματικών εμπειριών, όπως η κακοποίηση.
Η ενδοβολή, σύμφωνα με τον Ferenczi, λειτουργεί ως τρόπος επιβίωσης, με το παιδί να εσωτερικεύει τα αισθήματα ενοχής του επιτιθέμενου ενήλικα, οδηγώντας σε ψυχολογικές διαταραχές και κατακερματισμό της προσωπικότητας.
Αργότερα, ο Sigmund Freud υιοθέτησε κι ανέλυσε περαιτέρω την έννοια της ενδοβολής, ιδιαίτερα στα έργα του «Instincts and Their Vicissitudes» (1915) και «Mourning and Melancholia» (1917), καθώς συνέδεσε την ενδοβολή με την εσωτερίκευση της απώλειας και τις ψυχικές συνέπειες της μελαγχολίας, όπου το άτομο στρέφει τις εχθρικές του παρορμήσεις προς τον εαυτό, αναπτύσσοντας βαθύτερες ψυχικές διαταραχές.
Ο Karl Abraham το 1924 συνέβαλε περαιτέρω, συνδέοντας την ενδοβολή με τη στοματική φάση της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης, επισημαίνοντας τον ρόλο της στην εσωτερίκευση εμπειριών ικανοποίησης και ματαίωσης κατά την παιδική ηλικία, ιδιαίτερα σε σχέση με τη μελαγχολία και τη μανιοκατάθλιψη.
Στη συνέχεια, η Melanie Klein στις δεκαετίες του 1920 και 1930 ανέπτυξε την έννοια της ενδοβολής στο πλαίσιο των πρώιμων σχέσεων αντικειμένου, δίνοντας έμφαση στις φαντασιώσεις και τις προβολικές ταυτίσεις, οι οποίες διαμορφώνουν την ψυχική δομή του ατόμου. Συνεπώς, για την Klein, η ενδοβολή ήταν ένας κεντρικός μηχανισμός, ο οποίος επηρεάζει την ψυχική ανάπτυξη του παιδιού μέσω της εσωτερίκευσης των «καλών» και «κακών» πτυχών του μητρικού αντικειμένου, γεγονός, το οποίο καθορίζει τις μελλοντικές του σχέσεις και τη συνολική ψυχική του δομή.
Σήμερα, η ενδοβολή θεωρείται ένας βασικός μηχανισμός, ο οποίος επηρεάζει όχι μόνο τη διαμόρφωση των αξιών και της ταυτότητας, αλλά και τις επαγγελματικές φιλοδοξίες και κοινωνικές προσδοκίες, αποδεικνύοντας τη διαρκή σημασία της στη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς κι ανάπτυξης.
Ακολούθως, οι ενδοβαλλόμενες αξίες αναφέρονται στην εσωτερίκευση εξωτερικών αξιών και προτύπων χωρίς κριτική σκέψη ή συνειδητή επιλογή. Βάσει της Θεωρίας του Αυτοπροσδιορισμού των Ryan και Deci (2017), οι προκείμενες αξίες συνδέονται με την εξωτερική ρύθμιση της συμπεριφοράς, ήτοι όταν οι άνθρωποι ακολουθούν κανόνες για να αποφύγουν την ενοχή ή να κερδίσουν την αποδοχή των άλλων.
Ωστόσο, η επιρροή αυτή δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην οικογένεια και το άμεσο κοινωνικό περιβάλλον, αλλά εκτείνεται και σε σύγχρονους παράγοντες, όπως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τα προκείμενα μέσα συχνά προβάλλουν συγκεκριμένα πρότυπα επιτυχίας κι ευτυχίας, δημιουργώντας την εικόνα της «τέλειας ζωής» ή της «επιτυχημένης επαγγελματικής σταδιοδρομίας», οδηγώντας τα άτομα να ενσωματώσουν αξίες και προσδοκίες άκριτα, καθοδηγούμενα από την ανάγκη για κοινωνική αποδοχή και έγκριση, αντί για την εσωτερική ικανοποίηση και τη συμφωνία με τις πραγματικές τους επιθυμίες.
Τα κύρια χαρακτηριστικά των ενδοβαλλόμενων αξιών περιλαμβάνουν την ασυνείδητη αποδοχή εξωτερικών κανόνων και την αίσθηση υποχρέωσης που συνοδεύει αυτή τη συμμόρφωση.
ΑΓΧΟΣ: 10 Σεμινάρια, 20 ώρες (20 Οκτωβρίου 2024 – 19 Ιανουαρίου 2025). | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR | Εγγραφή: 50 ευρώ, για συμμετοχή στο σύνολο του κύκλου σεμιναρίων | 35 ευρώ για άνεργους & φοιτητές.
Συχνά, αυτές οι αξίες συνοδεύονται από συναισθήματα πίεσης, άγχους κι ενοχής, καθώς το άτομο αισθάνεται υποχρεωμένο να ακολουθήσει αξίες, οι οποίες είναι πιθανό να μην αντικατοπτρίζουν τις δικές του αληθινές επιθυμίες. Επιπλέον, η σύγχρονη ψυχολογία αναγνωρίζει ότι οι ενδοβαλλόμενες αξίες επηρεάζουν σημαντικά την αυτοεκτίμηση και την ικανότητα του ατόμου να εκφράζει τις αυθεντικές του επιθυμίες (Ryan & Deci, 2017).
Παρ’ όλ’ αυτά οι προαναφερθείσες αξίες μπορούν να παρέχουν σταθερότητα και κατευθυντήριο πλαίσιο στην κοινωνική συμπεριφορά, ενώ σε περιπτώσεις που δεν συμβαδίζουν με τις πραγματικές ανάγκες, προκαλούν εσωτερικές συγκρούσεις και ψυχική αποξένωση.
Επομένως, οι ενδοβαλλόμενες αξίες μπορεί να έχουν τόσο θετικές όσο και αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή του ατόμου. Αφενός, παρέχουν κοινωνική σταθερότητα κι ενισχύουν την κοινωνική προσαρμογή, ειδικά κατά την παιδική ηλικία, όταν το άτομο μαθαίνει να ενσωματώνει κανόνες από το περιβάλλον του (Deci & Ryan, 2004)∙ αφετέρου, όταν αυτές οι αξίες δεν συμφωνούν με τις πραγματικές επιθυμίες του ατόμου, οδηγούν σε άγχος και περιορισμένη αυτονομία, προκαλώντας μακροχρόνια ψυχολογικά προβλήματα, ειδικά εάν συνοδεύονται από συναισθήματα, όπως η ενοχή ή ο φόβος της απόρριψης (Vansteenkiste et al., 2010).
Επιπλέον, οι ενδοβαλλόμενες αξίες, αποτελούν συχνά βασικό παράγοντα στις επαγγελματικές επιλογές των ατόμων. Η πίεση να ανταποκριθεί και να συμμορφωθεί κανείς σε αυτές τις αξίες, χωρίς να τις επανεξετάσει ή να τις κρίνει, μπορεί να οδηγήσει σε επαγγελματικές αποφάσεις που δεν αφορούν τα πραγματικά ενδιαφέροντα και τις ικανότητες του ατόμου. Επί παραδείγματι, ένα άτομο μπορεί να επιλέξει να γίνει γιατρός, επειδή η οικογένειά του θεωρεί την ιατρική ως το πιο «σταθερό» κι «αξιοσέβαστο» επάγγελμα.
Παρά τις εσωτερικές αμφιβολίες ή την έλλειψη ενδιαφέροντος για την ιατρική, το άτομο μπορεί να ακολουθήσει αυτή την καριέρα για να ικανοποιήσει τις προσδοκίες των γονέων του και να κερδίσει την αποδοχή τους.
Στις Σκιές του έρωτα: τα μάτια που με κοίταξαν
Μια υπαρξιακή προσέγγιση για τις σχέσεις, τον έρωτα, την αγάπη, τον σεξουαλικό πόθο.
Συγγραφέας: Πέτρος Θεοδώρου, Εκδόσεις: PSYCHOLOGY.GR
Ωστόσο, αυτή η επιλογή δεν ανταποκρίνεται στις προσωπικές του φιλοδοξίες και υπάρχει πιθανότητα να οδηγήσει σε μακροχρόνια επαγγελματική δυσαρέσκεια, άγχος ή ακόμα κι αποξένωση από τις πραγματικές του ανάγκες.
Ειδικότερα, σε πολιτισμούς με παραδοσιακές αξίες, η ενδοβολή οικογενειακών αξιών ενισχύει την τάση για επιλογές καριέρας που αντανακλούν τις προσδοκίες των γονέων, περιορίζοντας την αυτονομία του ατόμου και μειώνοντας την προσωπική ευελιξία και την προσαρμοστικότητα στις επαγγελματικές προκλήσεις (Guan et al., 2016).
Πέρα από την απλή επιλογή επαγγέλματος, η ενδοβολή επηρεάζει και την κατασκευή της επαγγελματικής ταυτότητας.
Σύμφωνα με τους Jung και McCormick (2011), οι μαθητές όχι μόνο ακολουθούν επαγγελματικές κατευθύνσεις, οι οποίες βασίζονται στις οικογενειακές αξίες, αλλά διαμορφώνουν και την ταυτότητά τους γύρω από αυτές. Τούτων λεχθέντων, η κατανόηση αυτών των αξιών είναι σημαντική για να μπορέσει κάποιος να αποδεσμευτεί από εξωτερικές προσδοκίες και να λάβει επαγγελματικές αποφάσεις σύμφωνα με τις πραγματικές του δυνατότητες κι ενδιαφέροντα.
Η επαγγελματική συμβουλευτική συμβάλλει καθοριστικά στην αναγνώριση κι ανάλυση των ενδοβαλλόμενων αξιών που μπορεί να έχουν εσωτερικευτεί ασυνείδητα.
Κατά τη διάρκεια της συμβουλευτικής διαδικασίας, ο συμβουλευόμενος καλείται να αναστοχαστεί σχετικά με τις αξίες που έχει υιοθετήσει και να εξετάσει εν τω βάθει αν αυτές ανταποκρίνονται στις πραγματικές του επιθυμίες κι επαγγελματικά ενδιαφέροντα.
Έτσι, μέσα από τη διερεύνηση των προσωπικών προτεραιοτήτων και την επανεξέταση των αξιών που έχουν προκύψει από εξωτερικές επιρροές, το άτομο καταφέρνει να αμφισβητήσει την εγκυρότητα των εξωτερικών αξιών και να θέσει προσωπικά κι αυθεντικά κριτήρια για τις επαγγελματικές του επιλογές.
Η διαδικασία αυτή ενισχύει την αυτοπεποίθηση του ωφελούμενου, δίνοντάς του τη δυνατότητα να επιλέξει μια καριέρα, η οποία καθρεφτίζει τις ατομικές του αξίες και τους προσωπικούς του στόχους.
Παράλληλα, αναπτύσσει την ικανότητά του να διαχειρίζεται τις εξωτερικές πιέσεις, οι οποίες μπορεί να προκύπτουν από την οικογένεια ή την κοινωνία, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ποιες επιρροές λειτουργούν περιοριστικά για τις αυθεντικές του επιλογές.
Μία τέτοιου είδους διερεύνηση διευκολύνει τη λήψη αποφάσεων με επίκεντρο τον μοναδικό εαυτό, προωθώντας επαγγελματική ικανοποίηση και μακροπρόθεσμη επιτυχία, οδηγώντας σε ουσιαστικές και ικανοποιητικές επαγγελματικές αποφάσεις (Savickas, 2013).
Βιβλιογραφικές αναφορές
Deci, E. L., & Ryan, R. M. (Eds.). (2004). Handbook of self-determination research. University Rochester Press.
Guan, P., Capezio, A., Restubog, S. L. D., Read, S., Lajom, J. A. L., & Li, M. (2016). The role of traditionality in the relationships among parental support, career decision-making self-efficacy and career adaptability. Journal of Vocational Behavior, 94, 114–123. doi.org/10.1016/j.jvb.2016.02.018
Jung, J. Y., & McCormick, J. (2011). The occupational decision: A cultural and motivational perspective. Journal of Career Assessment, 19(1), 75–91. doi.org/10.1177/1069072710382616
Ryan, R. M., & Deci, E. L. (2017). Self-determination theory: Basic psychological needs in motivation, development, and wellness. Guilford Press.
Savickas, M. L. (2013). Career construction theory. In S. D. Brown & R. W. Lent (Eds.), Career development and counseling: Putting theory and research to work (2nd ed., pp. 147–183). John Wiley & Sons.
Vansteenkiste, M., Niemiec, C. P., & Soenens, B. (2010). The development of the five mini-theories of self-determination theory: An historical overview, emerging trends, and future directions. In T. Urdan & S. A. Karabenick (Eds.), The decade ahead: Theoretical perspectives on motivation and achievement (Vol. 16, pp. 105–165). Emerald Group Publishing Limited.
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Σύμβουλος Επαγγελματικού Προσανατολισμού & Εκπαίδευσης (Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου). Απόφοιτη του τμήματος Γερμανικής Γλώσσας & Φιλολογίας του ΑΠΘ, με ενεργή συμμετοχή σε ομάδες συμβουλευτικής φοιτητών κι εμπειρία στο proofreading - editing ακαδημαϊκών κειμένων.