Για να αναπτύξουν θεωρίες της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της νόησης, οι Ψυχολόγοι πρέπει να κατανοήσουν και τις βιολογικές βάσεις των λειτουργιών αυτών.
Ο βασικός τομέας εφαρμογής της Βιολογίας στην κατανόηση των ψυχολογικών φαινομένων ασχολείται, με τον τρόπο, με τον οποίο, ορισμένες βιολογικές λειτουργίες (π.χ., λειτουργίες του νευρικού συστήματος) επηρεάζουν τη συμπεριφορά και τις νοητικές διεργασίες του ανθρώπου.
Καταρχάς, από τον 19ο αιώνα και μετά, έχει γίνει, τελείως, αποδεκτό το γεγονός, ότι τα νοητικά φαινόμενα και η συμπεριφορά του ανθρώπου έχουν άμεση σχέση με τις διεργασίες του βιολογικού οργάνου, του εγκεφάλου.
Οι νευροψυχολογικές έρευνες ενισχύουν, επιπλέον, την άποψη, ότι είναι δυνατή η βιολογική – πειραματική προσέγγιση των νοητικών φαινομένων και των αισθήσεων.
Ιδιαίτερη σημασία έχουν, επίσης, οι έρευνες του Γερμανού Φυσιολόγου Johannes Μüller (1801 – 1858), οι οποίες δείχνουν ότι η ποιότητα της εκάστοτε εμπειρίας του ανθρώπου δεν εξαρτάται από τα αντικειμενικά γνωρίσματα των ερεθισμάτων, αλλά από τους εξειδικευμένους νευρώνες που αντιδρούν σε αυτά.
Τα τελευταία χρόνια, τώρα, έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος στη μελέτη των σχέσεων, ανάμεσα στη συμπεριφορά, καθώς και τις διάφορες νοητικές και τις συναισθηματικές καταστάσεις και στις λειτουργίες του σώματος.
Οι Ψυχολόγοι έχουν αρχίσει να καταλαβαίνουν, ανάμεσα σε άλλα, τη λειτουργία του εγκεφάλου και τη σχέση του με τις διάφορες νοητικές λειτουργίες, τη μοριακή βάση της «επικοινωνίας», ανάμεσα στους νευρώνες, τη λειτουργία του ενδοκρινολογικού συστήματος και πώς αυτό επηρεάζει την ανθρώπινη συμπεριφορά, μέσω της έκκρισης ορμονών, καθώς και τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και τη σχέση του με ψυχολογικούς παράγοντες, όπως το στρες.
Οι Ψυχολόγοι που ενδιαφέρονται για τις βιολογικές βάσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ουσιαστικά, μελετούν το πώς η δομή και η λειτουργία του νευρικού συστήματος επηρεάζουν τη συμπεριφορά και τις νοητικές διεργασίες του ανθρώπου.
Πιο αναλυτικά, το νευρικό σύστημα διακρίνεται στο κεντρικό και το περιφερικό. Όσον αφορά στο κεντρικό νευρικό σύστημα, αυτό αποτελείται από τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό.
6 ΒΙΩΜΑΤΙΚΑ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΥΠΑΡΞΙΑΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ | Εισηγητής: Πέτρος Θεοδώρου, ψυχοθεραπευτής Gestalt, συγγραφέας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR | Συμμετοχή: 35 ευρώ για το σύνολο των σεμιναρίων.
Ο εγκέφαλος, τώρα, αποτελείται από τρεις ευρύτερες περιοχές,
(α) τον ρομβοειδή εγκέφαλο, ο οποίος ελέγχει βασικές ζωτικές λειτουργίες του ανθρώπου, όπως ο καρδιακός ρυθμός, η αναπνοή και η πέψη, καθώς και συμπεριφορές που έχουν σχέση με τη θέση και την κίνηση του ανθρώπου στον χώρο,
(β) τον μέσο εγκέφαλο, ο οποίος ελέγχει πολλές αισθητικές και κινητικές λειτουργίες και είναι υπεύθυνος για τον συντονισμό οπτικών και ακουστικών αντανακλαστικών
(γ) τον πρόσθιο εγκέφαλο, ο οποίος αποτελείται από τον λεγόμενο «διάμεσο εγκέφαλο» (που περιλαμβάνει τον θάλαμο και τον υποθάλαμο) και τα εγκεφαλικά ημισφαίρια και είναι υπεύθυνος για τον έλεγχο των συναισθημάτων, της μνήμης και όλων των ανώτερων ψυχολογικών λειτουργιών.
Ο νωτιαίος μυελός, με τη σειρά του, είναι υπεύθυνος για ορισμένες συμπεριφορές, χωρίς να δοθούν οδηγίες από τον εγκέφαλο. Οι συμπεριφορές αυτές, μάλιστα, ονομάζονται «αντανακλαστικά», διότι η αντίδραση είναι μία απλή αντανάκλαση και δεν απαιτεί επεξεργασία από τον εγκέφαλο. Ένα παράδειγμα μίας αντανακλαστικής αντίδρασης είναι το τράβηγμα του χεριού από ένα καυτό αντικείμενο ή το απότομο σήκωμα του ποδιού, όταν χτυπηθεί το γόνατο από άλλον. Οι αντιδράσεις αυτές συμβαίνουν, αυτόματα και χωρίς σκέψη. Μερικές βασικές μορφές αισθητήριας επεξεργασίας, επίσης, λαμβάνουν χώρα στον νωτιαίο μυελό.
ΨΗΦΙΑΚΟ MARKETING ΓΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΟΥΣ: Κύκλος 11 Σεμιναρίων με Βέλτιστες Πρακτικές και Εργαλεία Διαχείρισης διαδικτυακής παρουσίας | Διοργάνωση: PSYCHOLOGY.GR
Όσον αφορά στο περιφερικό νευρικό σύστημα, αυτό αποτελείται από τους νευρώνες που συνδέουν τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό με τον εξωτερικό κόσμο και τους μύες. Οι νευρώνες, τώρα, είναι τα εξειδικευμένα κύτταρα που αποτελούν τα βασικά στοιχεία του νευρικού συστήματος. Οι νευρώνες στον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό είναι οργανωμένοι σε ομάδες νευρωνικών δικτύων.
Οι Ψυχολόγοι, καθώς και οι Νευροεπιστήμονες, μελετούν τα νευρωνικά δίκτυα, για να κατανοήσουν πώς λειτουργούν, ως οργανωμένα σύνολα, για να παραγάγουν διαφορετικά είδη συμπεριφορών.
Να σημειωθεί ότι κάθε νευρώνας αποτελείται από το κυτταρικό σώμα, τους δενδρίτες και τον νευράξονα. Το κυτταρικό σώμα περιέχει το κυτταρόπλασμα – το οποίο συγκρατείται από την κυτταρική μεμβράνη – και μέσα σ’ αυτό, τα μιτοχόνδρια και τον πυρήνα. Οι δενδρίτες είναι κοντές προεκβολές του νευρώνα, διακλαδιζόμενες, ως δένδρα. Ο νευράξονας είναι μία μακριά ίνα, με ομοιόμορφη διάμετρο, που μπορεί να ποικίλλει σε μήκος (π.χ., από μερικά εκατοστά του εκατοστού, μέχρι ένα μέτρο).
Νευροφυσιολόγοι, όπως ο Luigi Galvagni (1737 – 1798), ο Johannes Μüller (1801 – 1858) και ο Herman von Helmhoz (1821 – 1894) από το τέλος του 18ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ανακάλυψαν ότι η ηλεκτρική δραστηριότητα των νευρικών κυττάρων είναι ο τρόπος, με τον οποίο, μεταδίδεται η πληροφορία στους νευρώνες.
Η νευρική μεταβίβαση πληροφοριών έχει, ουσιαστικά, τη μορφή ενός ηλεκτρικού σήματος, μίας ηλεκτρικής ώσης. Πιο συγκεκριμένα, οι δενδρίτες δέχονται την πληροφορία στον κάθε νευρώνα, και ο νευράξονας μεταφέρει την πληροφορία, προς τους άλλους νευρώνες.
Οι νευρώνες δεν είναι, λοιπόν, παρά μικρές γεννήτριες ηλεκτρικών ώσεων. Οι ώσεις αυτές είναι όλες της ίδιας ισχύος και διαμορφώνουν ένα είδος διπολικού συστήματος, το οποίο έχει δύο τιμές, (α) «ανοιχτό» και (β) «κλειστό». Η μεταβίβαση πληροφοριών από τον ένα νευρώνα στον άλλον πρόκειται, επομένως, για ένα ηλεκτροχημικό φαινόμενο.
Όπως προαναφέρθηκε, Ψυχολόγοι και Νευροεπιστήμονες μελετούν τα νευρωνικά δίκτυα, για να κατανοήσουν πώς λειτουργούν, ως οργανωμένα σύνολα, για να παραγάγουν διαφορετικά είδη ανθρώπινων συμπεριφορών. Μάλιστα, σήμερα, έχουν αναπτυχθεί νέες τεχνικές, που κάνουν δυνατή τη μελέτη του εγκεφάλου, χωρίς να προκαλούνται εγκεφαλικές βλάβες. Οι νέες τεχνικές χρησιμοποιούν την Τεχνολογία των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών (Η/Υ), για να απεικονίσουν τον ανθρώπινο εγκέφαλο.
Μερικές από τις τεχνικές αυτές είναι οι ακόλουθες.
Η Υπολογιστική Αξονική Τομογραφία (“Computerized Axial Tomography” / “C.A.T.”) κάνει χρήση μικρών ποσοτήτων ακτινοβολίας, για να λάβει εικόνες από διαφορετικά μέρη του εγκεφάλου και να τις συνθέσει από τον υπολογιστή σε μία ενιαία εικόνα.
Η Τομογραφία Μαγνητικού Συντονισμού (“Magnetic Resonance Imaging” / “M.R.I.”) είναι μία πιο ισχυρή τεχνική που χρησιμοποιεί δυνατά μαγνητικά πεδία και υπολογιστές, για να συνθέσει εικόνες του εγκεφάλου. Οι παραπάνω απεικονιστικές τεχνικές προσφέρουν στατικές εικόνες που κάνουν δυνατή τη μελέτη της δομής του εγκεφάλου, αλλά όχι, της λειτουργίας του.
Η λειτουργική απεικόνιση του εγκεφάλου γίνεται δυνατή, με τη νέα τεχνική, που έχει αναπτυχθεί, τα τελευταία χρόνια, δηλαδή, την Τομογραφία Εκπομπής Ποζιτρονίων (“Positron Emission Tomography” / “P.E.T.”). Η Τομογραφία Εκπομπής Ποζιτρονίων κάνει χρήση ραδιενεργών ουσιών, που απορροφούνται, επιλεκτικά, από τα κύτταρα, που είναι, εκείνη τη στιγμή, ενεργοποιημένα, προσφέροντας πληροφορίες, σχετικά με τη λειτουργία του ζωντανού εγκεφάλου. Η τεχνική αυτή που βασίζεται στο γεγονός, ότι τα κύτταρα καταναλώνουν ενέργεια, για να λειτουργήσουν, καθιστά για πρώτη φορά εφικτή τη μελέτη του ζωντανού εγκεφάλου, την ώρα της λειτουργίας του. Οι ερευνητές μπορούν, έτσι, να παρατηρήσουν τις περιοχές του εγκεφάλου, που ενεργοποιούνται, κατά τη διάρκεια μίας συγκεκριμένης νοητικής διεργασίας (π.χ., παραγωγή προφορικού λόγου / ομιλία, ανάγνωση, λύση προβλημάτων).
Επομένως, οι Ψυχολόγοι, καθώς και οι Νευροεπιστήμονες, χρησιμοποιούν τις σύγχρονες απεικονιστικές τεχνικές, για να καταλάβουν τα πολύπλοκα νευρωνικά δίκτυα, που αποτελούν τις βιολογικές βάσεις της συμπεριφοράς και των νοητικών διεργασιών του ανθρώπου. Χρησιμοποιούν τους Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές (Η/Υ), για να φτιάξουν υπολογιστικά μοντέλα της λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου, που τους βοηθούν να σχηματίσουν θεωρίες για την επεξεργασία της γλώσσας και της σκέψης, για τη σχέση της νόησης με τα συναισθήματα, καθώς και για τις ψυχολογικές ασθένειες, όπως η σχιζοφρένεια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μία άλλη Επιστήμη που βοηθά την Ψυχολογία στη μελέτη των βιολογικών βάσεων της ανθρώπινης συμπεριφοράς, είναι αυτή της Κοινωνιοβιολογίας.
Η Κοινωνιοβιολογία είναι η Επιστήμη που μελετά τη γενετική βάση της κοινωνικής συμπεριφοράς. Έχει, ως κεντρικό σημείο, τη θέση, ότι η κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων καθορίζεται κι από τις γενετικές τους καταβολές.
Συμπερασματικά, γίνεται κατανοητό το γεγονός, ότι για τη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της νόησης, είναι απαραίτητη και η κατανόηση των βιολογικών βάσεων, των λειτουργιών αυτών.
Μέσα από μία διεπιστημονική προσέγγιση (π.χ., της Ψυχολογίας, της Βιολογίας και της Κοινωνιοβιολογίας) και σε συνεργασία με την Τεχνολογία [π.χ. χρήση των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών (Η/Υ)], καθίσταται, περισσότερο, κατανοητή η ίδια η ανθρώπινη φύση.
Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου
Καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης
(Κλάδου ΠΕ33), Απόφοιτος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών