Ακρόαση άρθρου......

Η παρατηρητική συμπεριφορά που συχνά εμφανίζεται σε γειτονικά περιβάλλοντα, ιδιαίτερα σε μικρές κοινότητες και πολυκατοικίες, αποτελεί φαινόμενο με κοινωνικές, ψυχολογικές και πολιτισμικές ρίζες.

Το παρόν άρθρο εξετάζει τα πιθανά αίτια αυτής της συμπεριφοράς, τους μηχανισμούς που την υποστηρίζουν και τη διαφορετική της εκδήλωση ανά φύλο και κοινωνικό ρόλο, στηριζόμενο σε σύγχρονη ξένη βιβλιογραφία και ενδεικτικά παραδείγματα. 

 Η Ανάγκη για Έλεγχο και Προβλεψιμότητα

Η ανάγκη για έλεγχο και προβλεψιμότητα είναι θεμελιώδης για τον άνθρωπο και διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην επιδίωξη ασφαλών και σταθερών περιβαλλόντων (1).

Αυτή η ψυχολογική ανάγκη μάς ωθεί να αναζητούμε συνθήκες όπου μπορούμε να προβλέψουμε τα γεγονότα και να αισθανόμαστε ότι έχουμε ένα βαθμό επιρροής πάνω σε αυτά.

Όταν το περιβάλλον μας είναι προβλέψιμο, αισθανόμαστε μεγαλύτερη ασφάλεια, αυτονομία και ευεξία.

Στο πλαίσιο των γειτονιών και των πολυκατοικιών, όπου πολλοί άνθρωποι μοιράζονται κοινούς χώρους και αλληλεπιδρούν καθημερινά, η ανάγκη αυτή γίνεται ιδιαίτερα εμφανής.

Οι γείτονες αναπτύσσουν σιωπηρές ή ρητές προσδοκίες για το πώς θα λειτουργεί η πολυκατοικία ή το συγκρότημα κατοικιών, για παράδειγμα, ποιες είναι οι ώρες ησυχίας, πώς χρησιμοποιούνται οι κοινόχρηστοι χώροι, ποιες είναι οι αποδεκτές συμπεριφορές.

Αυτές οι προσδοκίες δημιουργούν ένα αίσθημα τάξης και σταθερότητας.

Όταν απρόβλεπτες συμπεριφορές παραβιάζουν αυτές τις προσδοκίες, διαταράσσεται το αίσθημα ελέγχου και προβλεψιμότητας. Η αντίδραση σε αυτή τη διαταραχή είναι συχνά η παρατήρηση ή η διαμαρτυρία, με στόχο την αποκατάσταση της τάξης.

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΓΧΟΥΣ | 10 ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΨΥΧΟ-ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
Για 4η συνεχόμενη χρονιά, εντατικός κύκλος σεμιναρίων για το Αγχος από το PSYCHOLOGY.GR
10 Σεμινάρια - 30 ώρες δουλειάς και αυτοφροντίδας, με βιωματικές ασκήσεις και τεχνικές διαχείρισης.

Πρώιμη εγγραφή: έως 30 Ιουλίου, με σημαντική έκπτωση.

Για παράδειγμα, ένας γείτονας που θεωρεί τις ώρες κοινής ησυχίας αδιαπραγμάτευτες έχει ενσωματώσει αυτή την προσδοκία στην καθημερινότητά του για να εξασφαλίσει την ηρεμία του.

Αν κάποια γειτόνισσα κάνει φασαρία αργά το βράδυ ή φέρει φίλους σε μεσημεριανές ώρες κοινής ησυχίας, αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διαταραχθεί το αίσθημα ελέγχου και η προβλεψιμότητα του. Η αντίδρασή του να διαμαρτυρηθεί δεν είναι απλώς ενόχληση, αλλά μια προσπάθεια να επαναφέρει την προβλεψιμότητα στο περιβάλλον του και να αποκαταστήσει την αίσθηση ασφάλειας.

Παθητική επιθετικότητα και Δυσκολία Έκφρασης Συναισθημάτων

Πολλά άτομα που έχουν μάθει να αποφεύγουν άμεσες συγκρούσεις, συχνά αναπτύσσουν παθητικο-επιθετικές συμπεριφορές ως μηχανισμό αντιμετώπισης (2).

Η χρήση ειρωνικών σχολίων, προσβλητικών μορφασμών ή έμμεσων εκφράσεων δυσαρέσκειας συνήθως δεν είναι απλώς ζήτημα κακής συμπεριφοράς, αλλά συχνά πηγάζει από φόβο ανοιχτής αντιπαράθεσης, ανασφάλειας, χαμηλής αυτοπεποίθησης ή έλλειψη κοινωνικών δεξιοτήτων για την άμεση και υγιή έκφραση δυσαρέσκειας.

Αυτή η επιλογή συμπεριφοράς επιτρέπει στο άτομο να εκτονώσει τη δυσαρέσκειά του χωρίς να αναλάβει την ευθύνη μιας απευθείας σύγκρουσης ή χωρίς να εκτεθεί στον κίνδυνο άμεσης απόρριψης. Συχνά, πρόκειται για άτομα που έχουν μάθει – είτε λόγω προσωπικών εμπειριών, είτε λόγω κοινωνικών προτύπων – ότι η άμεση αντιπαράθεση είναι επικίνδυνη ή ανεπιθύμητη.

ΚΛΙΝΙΚΗ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ - Κύκλος Επιμορφωτικών Σεμιναρίων για Ειδικούς Ψυχικής Υγείας | Διοργάνωση: PYCHOLOGY.GR | Εισηγήτρια: Χριστίνα Βαϊζίδου, ψυχίατρος - ψυχοθεραπεύτρια. Έκπτωση 50% για πρόωρη εγγραφή.

Παράλληλα, η κοινωνική ανατροφοδότηση ενισχύει αυτές τις συμπεριφορές, καθώς ο παθητικο-επιθετικός τρόπος διαμαρτυρίας μπορεί να επιτυγχάνει το στόχο της έμμεσης διόρθωσης χωρίς να προκαλεί ανοιχτή ρήξη.

Για παράδειγμα, ένας γείτονας που κολυμπάει στην πισίνα και ένα παιδί τον βρέξει κατά λάθος, μπορεί να αποφύγει να μιλήσει απευθείας στο παιδί ή στους γονείς του. Αντίθετα, θα επιλέξει να το κοιτάξει επιδεικτικά, να κατεβάσει έντονα το πρόσωπό του σε μορφασμό δυσφορίας ή να σχολιάσει ειρωνικά, ακριβώς γιατί με αυτόν τον τρόπο νιώθει ότι εκφράζει την ενόχλησή του χωρίς να διακινδυνεύει μια πιθανή λεκτική σύγκρουση.

Εσωτερικευμένες Κοινωνικές Νόρμες και Πολιτισμικά Σχήματα

Η ελληνική κοινωνία χαρακτηρίζεται από ισχυρές τοπικές νόρμες, έμφαση στην κοινή γνώμη και την κοινωνική συνοχή (3).

Οι άνθρωποι συχνά θεωρούν καθήκον τους να επιτηρούν και να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά των άλλων, ιδιαίτερα όταν αυτή θεωρείται κοινωνικά απρεπής (4).

Γιατί συμβαίνει αυτό;

Οι άνθρωποι συχνά αναλαμβάνουν αυτόν τον άτυπο ρόλο κοινωνικού ελεγκτή για πολλούς λόγους:

Συλλογική Αποτελεσματικότητα: Σύμφωνα με τους Sampson et al. (1997), οι κοινότητες που θεωρούνται ισχυρές στηρίζονται στην αμοιβαία επιτήρηση και την προώθηση κοινών κανόνων, καθώς αυτό ενισχύει την κοινωνική συνοχή και την αίσθηση ασφάλειας.

Εσωτερικευμένη Ευθύνη: Σε μικρές κοινότητες η ευθύνη δεν διαχέεται, αλλά συχνά εξατομικεύεται. Ο κάθε γείτονας αισθάνεται ότι έχει προσωπική ευθύνη να παρέμβει, ώστε να διατηρηθεί η τάξη (4).

Κοινωνική Ταυτότητα: Οι άνθρωποι συχνά βλέπουν τη γειτονιά τους ως προέκταση της ταυτότητάς τους. Αν αφήσουν κοινωνικά απρεπείς συμπεριφορές να συνεχίζονται, νιώθουν ότι απειλείται η ίδια τους η κοινωνική εικόνα και το σύνολο της κοινότητας (5).

Άτυπο Κοινωνικό Συμβόλαιο: Υπάρχει μια άρρητη συμφωνία πως όλοι θα τηρούν κάποιους βασικούς κανόνες για την εύρυθμη συνύπαρξη. Όταν αυτοί παραβιάζονται, οι άνθρωποι αισθάνονται ηθικά υποχρεωμένοι να τους υπενθυμίσουν (3,4). Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να μην ενοχλείται από τη φασαρία που γίνεται στην πιλοτή της πολυκατοικίας, αλλά θεωρεί υποχρέωση να παρέμβει, για το κοινό καλό των γειτόνων.

Ψευδαίσθηση Ελέγχου: Η κοινωνική επιτήρηση συχνά προσφέρει ψευδαίσθηση ελέγχου σε άτομα που μπορεί να αισθάνονται αδύναμα σε άλλες πτυχές της ζωής τους. Η παρατήρηση προς τους άλλους, είτε με άμεσο είτε με έμμεσο τρόπο, για παράδειγμα χτυπώντας πόρτες ή κάνοντας ειρωνικούς μορφασμούς ή ουρλιάζοντας, γίνεται υποκατάστατο προσωπικής κυριαρχίας, δίνοντάς τους την αίσθηση ότι ελέγχουν την κατάσταση ή τον χώρο τους (6).

Μετατόπιση Συγκίνησης και Καταπιεσμένες Ανάγκες

Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία του Freud (1920-7), η μετατόπιση αποτελεί έναν βασικό αμυντικό μηχανισμό, μέσω του οποίου τα άτομα μεταφέρουν συναισθήματα ή παρορμήσεις που τους προκαλούν έντονη εσωτερική σύγκρουση ή άγχος σε πιο ασφαλείς και λιγότερο απειλητικούς στόχους.

Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι ένα άτομο που αισθάνεται θυμό, απογοήτευση ή καταπίεση σε μια σχέση εξουσίας (π.χ. με τον εργοδότη, τον/την σύντροφο, τις οικογενειακές υποχρεώσεις) ενδέχεται να μεταφέρει αυτή την ένταση σε τρίτα πρόσωπα που δεν φέρουν ευθύνη για την αρχική συναισθηματική φόρτιση. Αυτή η μετατόπιση επιτρέπει στο άτομο να εκφράσει την έντασή του χωρίς να αντιμετωπίσει τις συνέπειες μιας ενδεχόμενης σύγκρουσης με τον πραγματικό αποδέκτη του θυμού του. 

Σύμφωνα με την έρευνα των Bushman, Baumeister & Stack (1999-8), οι άνθρωποι τείνουν να εκτονώνουν την επιθετικότητά τους σε άσχετους στόχους, ιδιαίτερα όταν βιώνουν απογοητεύσεις ή ταπεινώσεις από πηγές με μεγαλύτερη δύναμη ή επιρροή.

Επιπλέον, τα άτομα που θεωρούν ότι έχουν υποστεί αδικία, είναι πιο πιθανό να ασκήσουν επιθετική συμπεριφορά σε εύκολους, κοινωνικά προσβάσιμους στόχους, ακόμη και αν αυτοί δεν σχετίζονται με την πηγή της αρχικής αδικίας.

Ειδικότερα, όταν το φαινόμενο αυτό συνδυάζεται με την ψευδαίσθηση ελέγχου (6), δηλαδή την αίσθηση ότι το άτομο μπορεί να ελέγξει την έκβαση καταστάσεων που στην πραγματικότητα είναι τυχαίες ή εκτός ελέγχου του, δημιουργείται ένα πλαίσιο στο οποίο η μικρο-επιτήρηση των γειτόνων λειτουργεί ως ψευδο-στρατηγική αυτορρύθμισης και συναισθηματικής εκτόνωσης.

Για παράδειγμα, κάποιος που έχει βιώσει πίεση στη δουλειά ή στο σπίτι μπορεί να εκφράσει υπερβολική ενόχληση για ασήμαντη φασαρία από παιδιά στη γειτονιά. Στην πραγματικότητα, η ένταση δεν αφορά τα παιδιά, αλλά διοχετεύεται σε αυτά ως έναν ασφαλή στόχο.

Ρόλοι Φύλου και Κοινωνική Νομιμοποίηση

Βάσει πολιτισμικών ρόλων, οι γυναίκες συχνά αισθάνονται κοινωνικά εξουσιοδοτημένες ή ακόμη και υποχρεωμένες να αναλαμβάνουν τη φροντίδα και την επίβλεψη του κοινωνικού περιβάλλοντος. Όπως επισημαίνουν οι Eagly και Wood (1991-9), αυτή η τάση συνδέεται με την αυξημένη κοινωνική αποδοχή της παρατηρητικής και "διορθωτικής" συμπεριφοράς, όταν εκδηλώνεται από γυναίκες. Αντίθετα, στους άνδρες η κοινωνία τείνει να αποδέχεται περισσότερο την άμεση και συχνά επιθετική έκφραση δυσαρέσκειας.

Οι γυναίκες ενθαρρύνονται πολιτισμικά να "επιβλέπουν" και να παρεμβαίνουν σε κοινωνικές καταστάσεις, πράγμα που συχνά εκδηλώνεται σε σχόλια, παρατηρήσεις και μορφές κοινωνικού ελέγχου που θεωρούνται αποδεκτές ή και αναμενόμενες από το περιβάλλον. Η ίδια συμπεριφορά, αν εκδηλωνόταν από έναν άνδρα, πιθανότατα θα εκλαμβανόταν ως υπερβολικά παρεμβατική ή ακόμα και συγκρουσιακή.

Παρόλο που παραδοσιακά οι γυναίκες συνδέονται με πιο συμφιλιωτικές και διπλωματικές προσεγγίσεις, στην πράξη αυτό δεν ισχύει απόλυτα. Η κοινωνική άδεια που τους δίνεται να ασκούν κοινωνική επιτήρηση μπορεί να οδηγήσει τόσο σε καλοπροαίρετες όσο και σε αυστηρές ή προσβλητικές παρεμβάσεις — ειδικά όταν αλληλεπιδρούν με ευάλωτες ομάδες, όπως παιδιά ή νεότερους γείτονες, όπου νιώθουν ότι μπορούν να ασκήσουν άτυπη εξουσία με μεγαλύτερη άνεση (12).

Είναι κρίσιμο να υπογραμμιστεί ότι αυτοί οι ρόλοι δεν είναι βιολογικά καθορισμένοι. Αντίθετα, αποτελούν κοινωνικές κατασκευές, διαμορφωμένες από τις αλληλεπιδράσεις, τις πολιτισμικές προσδοκίες και τις ιστορικές παραδόσεις κάθε κοινωνίας.

Ιδιοκτησιακή Αντίληψη και Ψυχολογική Κυριότητα του Χώρου

Η ψυχολογική ιδιοκτησία, μια έννοια που εισήγαγε ο Altman (1975-10), υπερβαίνει την απλή νομική κυριότητα και επεκτείνεται πολύ πέρα από τον προσωπικό μας χώρο. Αφορά τους κοινόχρηστους χώρους, στους οποίους οι άνθρωποι συχνά αντιλαμβάνονται ως μια επέκταση του εαυτού τους. Αυτό σημαίνει ότι αναπτύσσουν μια συναισθηματική και ψυχολογική δέσμευση σε αυτούς τους χώρους, ακόμα κι αν νομικά ανήκουν σε πολλούς.

Αυτή η αίσθηση του ανήκειν ή είναι δικό μου μπορεί να είναι ιδιαίτερα έντονη σε χώρους που χρησιμοποιούμε συχνά, που συμβάλλουν στην καθημερινότητά μας, ή που αισθανόμαστε ότι υπερασπιζόμαστε για το καλό του συνόλου. Όταν κάποιος παραβιάζει αυτή την ψυχολογική κυριότητα, μπορεί να προκαλέσει δυσφορία ή και θυμό, ανεξάρτητα από το τι ορίζει ο νόμος (10,11).

Για παράδειγμα, όταν κάποια παιδιά παίζουν μπάλα σε κοινόχρηστο χώρο, αλλά μπροστά στην είσοδο ενός σπιτιού, ο ιδιοκτήτης θα βγει να κάνει παρατήρηση. Δεν τον ενοχλεί, απαραίτητα, η παραβίαση κάποιου κανονισμού ή το γεγονός πως τα παιδιά κάνουν φασαρία, αλλά αισθάνεται, ψυχολογικά, πως ο συγκεκριμένος κοινόχρηστος χώρος είναι η προέκταση του δικού του προσωπικού χώρου και αυτό τον ενοχλεί.

Συμπεράσματα

Η τάση μας να παρατηρούμε και να σχολιάζουμε τη συμπεριφορά των γειτόνων μας δεν είναι ποτέ απλή. Αποτελεί ένα σύνθετο φαινόμενο που καθοδηγείται από βαθιές ψυχολογικές ανάγκες για:

  • έλεγχο και ασφάλεια,
  • κοινωνικούς μηχανισμούς έκφρασης δυσφορίας,
  • εσωτερικευμένες πολιτισμικές νόρμες και
  • την ψυχολογική μας σύνδεση με τον χώρο.

Αναγνωρίζοντας αυτές τις υποκείμενες δυναμικές, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τόσο τη δική μας συμπεριφορά όσο και αυτή των άλλων.

Αντί να βλέπουμε τις παρατηρήσεις ως απλές εκδηλώσεις ενόχλησης ή κακής διάθεσης, μπορούμε να τις ερμηνεύσουμε ως προσπάθειες ατόμων να διατηρήσουν την αίσθηση τάξης, να εκτονώσουν εσωτερικές πιέσεις, ή να επιβάλουν κοινωνικούς κανόνες που θεωρούν σημαντικούς.

Η κατανόηση αυτών των παραγόντων μπορεί να μας οδηγήσει σε πιο εποικοδομητικές προσεγγίσεις στην επίλυση των καθημερινών ζητημάτων της συνύπαρξης, προάγοντας την αμοιβαία κατανόηση και τον σεβασμό στις κοινότητές μας.

 

Βιβλιογραφία

1.Deci, E. L., & Ryan, R. M. (2000). The "what" and "why" of goal pursuits: Human needs and the self-determination of behavior. Psychological Inquiry, 11(4), 227-268.

2.Kantor, M. (2003). The Psychopathology of Everyday Life: Narcissistic, Borderline, Antisocial, and Paranoid Patterns. Praeger.

3.Triandis, H. C. (1995). Individualism & Collectivism. Westview Press.

4.Sampson, R. J., Raudenbush, S. W., & Earls, F. (1997). Neighborhoods and violent crime: A multilevel study of collective efficacy. Science, 277(5328), 918-924.

5.Tajfel, H., & Turner, J. C. (1979). An integrative theory of intergroup conflict. In W. G. Austin & S. Worchel (Eds.), The social psychology of intergroup relations (pp. 33–47). Monterey, CA: Brooks/Cole.

6.Langer, E. J. (1975). The illusion of control. Journal of Personality and Social Psychology, 32(2), 311-328.

7.Freud, S. (1920). Beyond the Pleasure Principle. Vienna: International Psycho-Analytical Press.

8.Bushman, B. J., Baumeister, R. F., & Stack, A. D. (1999). Catharsis, aggression, and persuasive influence: Self-fulfilling or self-defeating prophecies? Journal of Personality and Social Psychology, 76(3), 367-376.

9.Eagly, A. H., & Wood, W. (1991). Explaining sex differences in social behavior: A meta-analytic perspective. Personality and Social Psychology Bulletin, 17(3), 306-315.

10.Altman, I. (1975). The Environment and Social Behavior: Privacy, Personal Space, Territory, Crowding. Brooks/Cole Publishing Company.

11.Festinger, L. (1957). A Theory of Cognitive Dissonance. Stanford University Press.

12.Connell, R. W. (2005). Masculinities (2nd ed.). University of California Press

 

Συγγραφή - Επιμέλεια Άρθρου

Ιωάννα Δημητριάδου: έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στον επαγγελματικό κατάλογο ειδικών παρέχονται από τους ίδιους τους ειδικούς, κατά την εγγραφή τους στο σύστημα. Όταν βλέπετε την ένδειξη «έχει επιβεβαιωθεί από το Psychology”, σημαίνει ότι το Psychology έχει ελέγξει, με email, τηλεφωνικά ή/και με λήψη των σχετικών εγγράφων, τα ακόλουθα στοιχεία:

  • Ότι ο ειδικός είναι υπαρκτό πρόσωπο.
  • Ότι τα πτυχία οι τίτλοι και οι εξειδικεύσεις που αναφέρει είναι αληθινά.
  • Ότι οι πληροφορίες που αναφέρει ισχύουν.

Ψυχολόγος - Ειδική Παιδαγωγός. Εξειδίκευση στη Δυσλεξία, στη ΔΕΠ-Υ και στις Μαθησιακές Διαταραχές, PgD
Συμβουλευτική Υποστήριξη & Ψυχοεκπαίδευση Γονέων (CBT) / Συγγραφέας στην Upbility Publications | Μέλος της British Psychological Society, GMBPsS, GBC (#507984), Μέλος του British Dyslexia Association